Μια από τις πιο διαδεδομένες παρεκκλίσεις συμπεριφοράς στην εφηβεία είναι η χρήση ναρκωτικών ουσιών. Όπως έχουν δείξει έρευνες σε εφηβικό πληθυσμό, ένας μεγάλος αριθμός χρηστών πρώτη φορά δοκίμασε ή/και ξεκίνησε τη συστηματική χρήση ουσιών στην εφηβεία.
Για τον λόγο αυτό, η μελέτη και η έρευνα αναφορικά με τα πιθανά αίτια έναρξης της χρήσης κατά την ευαίσθητη μεταβατική περίοδο της εφηβείας, το ψυχοκοινωνικό προφίλ του χρήστη και της οικογένειάς του, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ζωής του εφήβου και της οικογένειας, το σχολικό περιβάλλον και οι παρέες συνομηλίκων, μπορεί να συνεισφέρουν, όχι μόνον στην αντιμετώπιση της χρήσης ουσιών μέσα από ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις και προγράμματα απεξάρτησης, αλλά και στην πρόληψη εμφάνισης τέτοιου είδους συμπεριφορών εκ μέρους των εφήβων.
Γενικότερα, το μεγαλύτερο ποσοστό των εφήβων, που κάνουν περιστασιακή ή κατά μείζονα λόγο, συστηματική χρήση ουσιών, δυσφορούν ή παρουσιάζουν ψυχολογικές δυσκολίες σε διάφορους τομείς της ζωής τους, οι οποίοι δεν συνδέονται απαραίτητα και αποκλειστικά με τη χρήση, αλλά αντίθετα, συνήθως προϋπάρχουν αυτής.
Ψυχολογικά, κοινωνικά, οικογενειακά, κοινωνικοοικονομικά, δημογραφικά στοιχεία που συναντώνται συχνότερα σε εφήβους που κάνουν χρήση κάποιας ή κάποιων ουσιών;
Ενδεικτικά, θα αναφέρουμε κάποια από τα σημαντικότερα συμπεράσματα, όπως αυτά έχουν προκύψει από πρόσφατες ψυχοκοινωνιολογικές έρευνες (Ρούσης, Α. 2008), με αντικείμενο τη χρήση ουσιών σε μαθητικό πληθυσμό που φοιτά στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση:
- Παρατηρείται ότι τα αγόρια κάνουν χρήση ουσιών (και μάλιστα συστηματική) συχνότερα από τα κορίτσια.
- Το μέγεθος της οικογένειας επηρεάζει σημαντικά τα ποσοστά χρήσης από τον ανήλικο μαθητικό πληθυσμό (π.χ. τα παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών με λίγα ή καθόλου αδέρφια, παρατηρείται να είναι πιο επιρρεπή στη χρήση ουσιών).
- Οι έφηβοι που διαμένουν μακριά από τους γονείς τους ή έστω, νοηματοδοτούν τα μεγάλα διαστήματα απουσίας τους ως εγκατάλειψη, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να κάνουν χρήση ουσιών.
- Φάνηκε ότι η ενεργός παρουσία του πατέρα στην καθημερινότητα του εφήβου, μειώνει τις πιθανότητες χρήσης ουσιών και προλαμβάνει παραβατικές συμπεριφορές που συνδέονται με τη χρήση. Επιπρόσθετα, οι καλές σχέσεις με τον πατέρα προλαμβάνουν τη χρήση ουσιών στην εφηβεία.
- Η παρουσία και των δύο γονέων (ιδιαίτερα η ενεργός), μειώνει σημαντικά τα ποσοστά εμφάνισης της χρήσης ουσιών.
- Η ύπαρξη και διατήρηση κατά την εφηβεία πολύ καλών σχέσεων με τη μητέρα, συμβάλλει στην πρόληψη της χρήσης ουσιών.
- Επίσης, οι πολύ καλές και οικείες σχέσεις με τ’ αδέρφια μικρότερης και μεγαλύτερης ηλικίας, προλαμβάνουν τη χρήση ουσιών, ειδικά στην περίπτωση που τ’ αδέρφια δεν κάνουν χρήση.
- Όταν υπάρχουν ψυχολογικού τύπου προβλήματα στην οικογένεια – και ειδικά όταν αυτά δεν αντιμετωπίζονται – οι έφηβοι αναζητούν αρκετά συχνά διέξοδο στη χρήση ουσιών.
- Η ύπαρξη μακροπρόθεσμων στόχων από την πλευρά των εφήβων και οι αποφάσεις τους, αναφορικά με το εν δυνάμει αντικείμενο ενασχόλησης και επαγγελματικής αποκατάστασης, προλαμβάνουν την ίδια τη χρήση ουσιών και παραβατικές συμπεριφορές που συνδέονται μ’ αυτήν. Βεβαίως, αξιοσημείωτο είναι ότι οι εν λόγω επιλογές και στόχοι προλαμβάνουν τη χρήση, στην περίπτωση που αντικατοπτρίζουν προσωπικές επιθυμίες και όχι επιβεβλημένες γονεϊκές προειλημμένες αποφάσεις.
- Η ελλιπής κοινωνικοποίηση και η απουσία στενών φίλων συμβάλλει στη χρήση ουσιών. Συγχρόνως, η συμμετοχή σε ομάδες με μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά οδηγεί τους ανήλικους μικρότερης ηλικίας σε μίμηση των προτύπων των μεγαλύτερων. Συνεπώς, στο μέτρο που το παρεχόμενο πρότυπο ενέχει χρήση ουσιών είναι πολύ πιθανό οι έφηβοι μικρότερης ηλικίας ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα της χρήσης.
- Από την πλευρά των εφήβων χρηστών που προσπαθούν να δικαιολογήσουν ή να ερμηνεύσουν τους λόγους που τους οδήγησαν στη χρήση αναφέρονται (με τρόπο στερεότυπο θα σημειώναμε), οι ακόλουθοι λόγοι: «αντίδραση στην καταπίεση, οικογενειακοί λόγοι, σχολικά και προσωπικά προβλήματα, κακές κοινωνικές επιρροές».
Συμπερασματικά, θα επισημαίναμε ότι η χρήση ουσιών από τους εφήβους σχετίζεται με την ύπαρξη ενός πολυπαραγοντικού μοντέλου στη βάση του οποίου, δρουν από κοινού τόσο κοινωνικοί, όσο και ατομικοί, αλλά και ευρύτεροι περιβαλλοντικοί παράγοντες.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα ανωτέρω στοιχεία που συναντώνται συχνά στο ψυχοκοινωνικό περιβάλλον του έφηβου χρήστη δεν έχουν αποκλειστική και καθολική ισχύ. Με άλλα λόγια, δεν σημαίνει ότι όλοι οι έφηβοι οι οποίοι πληρούν κάποιο ή κάποια από τα προαναφερθέντα στοιχεία θα πραγματοποιήσουν απαραίτητα χρήση ουσιών.
Για τον λόγο αυτό, μια εξατομικευμένη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση αντιμετώπισης της χρήσης οφείλει, αφενός να λαμβάνει υπ’ όψιν το ψυχοκοινωνικό ιστορικό της οικογένειας του εφήβου, αφετέρου να προσαρμόζει την κλινική παρέμβαση στις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες του ίδιου του εφήβου.
Κλείνοντας, θα σημειώναμε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό, οι γονείς και το οικείο περιβάλλον του εφήβου, όχι μόνο ν’ αντιληφθούν εγκαίρως τις ενδείξεις που παρατηρούν στην συμπεριφορά του εφήβου και παραπέμπουν σε χρήση ουσιών, αλλά και να τις αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, πριν η χρήση συστηματοποιηθεί και μονιμοποιηθεί στη ζωή του εφήβου.
(1) Ρούσης, Α. Η χρήση ουσιών στην εφηβεία. Το αθέατο έγκλημα, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα: 2008