Η εξ αποστάσεως επικοινωνία ως μορφή κοινωνικής αποστασιοποίησης
Την εποχή της πανδημίας του κορωνοϊού, της κοινωνικής αποστασιοποίησης, του κοινωνικού απομονωτισμού, του εγκλεισμού και του «Μένουμε σπίτι», μοιάζει να νομιμοποιείται η εξ’ αποστάσεως επικοινωνία περισσότερο από ποτέ. Ήδη οι νεότερες ηλικίες σε μεγάλο βαθμό διοχέτευαν μεγάλο μέρος της επιθυμίας τους για διασκέδαση, αλληλεπίδραση και κοινωνικοποίηση στο διαδίκτυο και στις διάφορες πλατφόρμες εξ’ αποστάσεως ψυχαγωγίας και επικοινωνίας. Σήμερα, μετά από την ψυχοκοινωνικά τραυματική εμπειρία της πανδημίας, η ασώματη και εξ’ αποστάσεως «επαφή» του ατόμου με τον υπόλοιπο κόσμο μοιάζει να προτείνεται ως η μοναδική, ασφαλής, πάνω κάτω λύση. Για το σύγχρονο δυτικό άτομο η διαδικτυακή διαχείριση της μοναξιάς και της βαρεμάρας τείνει από πολλούς να θεωρείται «λύση σε κάποιο πρόβλημα», παρά κομμάτι του. Με άλλα λόγια, το άτομο αναγκάζεται για να μην είναι μόνο να μείνει συνδεδεμένο…
Ανακαλώντας στιγμές του πρόσφατου προ covid παρελθόντος παρατηρούσαμε συχνά το πώς η τεχνολογία και η χρήση του δικτύου είχε παρεισφρήσει στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων και στις σχέσεις τους: Άνθρωποι είτε μόνοι μέσα στο πλήθος, είτε με τη φυσική παρουσία κάποιων φίλων ή οικείων, φτάνουν συχνά να αναζητούν συντροφιά στη συσκευή που βρίσκεται στην τσέπη ή στη τσάντα τους. Αυτή η νέα συνθήκη «συν»(;)-ύπαρξης όχι μόνο νομιμοποιείται στις συνειδήσεις των ανθρώπων πλέον, αλλά παράλληλα μοιάζει να εγκαθίσταται στις ζωές όλων ως μια νέα κανονικότητα. Επιπλέον, το σύγχρονο άτομο όχι μόνο καταφεύγει οικειοθελώς στο διαδίκτυο για να πετύχει την κοινωνική του ένταξη, αλλά στην μετά κορωνοϊού εποχή εκπαιδεύεται και ωθείται να κατευθυνθεί προς τα εκεί.
Το κινητό ή το tablet γίνεται πλέον ο νέος αχώριστος και «πάντα πιστός» φίλος κάθε ατόμου, ο τεχνολογικός «φύλακας άγγελος» που βγάζει το άτομο που το κρατά από τη δύσκολη θέση της κοινωνικής αμηχανίας. Ως πανοπλία, τοποθετείται ανάμεσα στο άτομο και τους άλλους, ώστε κανείς να μην βρεθεί αντιμέτωπος άμεσα με άλλα κοινωνικά υποκείμενα. Παράλληλα, ως ασπίδα, διαφυλάττει το άτομο από τον κίνδυνο να βρεθεί μόνο και αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Ίσως, στη δική μας σύγχρονη, δυτική μετανεωτερική κοινωνία ο φόβος της μοναξιάς να είναι περισσότερο έντονος και βιωματικά υπαρκτός συγκριτικά με άλλες ιστορικές περιόδους.
Τα μονίμως συνδεδεμένα και επικοινωνούντα άτομα τις περισσότερες φορές ταλανίζονται από υπαρξιακή μοναξιά. Μιλούν σε δυο κινητά, ανταλλάσσουν sms, λαμβάνουν μηνύματα στο facebook, ελέγχουν τον λογαριασμό τους στο twitter κλπ. επεκτείνοντας αυτήν την φρενήρη και αγχωτική αμετάβατη επικοινωνία ακόμα κι όταν οδηγούν ή όταν βρίσκονται μαζί με άλλους ανθρώπους με τους οποίους, όπως υποτίθεται, ήθελαν πολύ να συναντηθούν και να μιλήσουν. Ο παρατηρητής θα ήταν εύλογο να αναρωτηθεί αν όλη τούτη η φλυαρία, αν όλη τούτη η πολυλογία, συχνά φτωχή ή ακόμα και κενή περιεχομένου που εκφράζεται με «φατσούλες», με κραυγές, με μουγκρητά ή με ατάκες του συρμού, είναι ικανή να καλύψει την εσωτερική σιωπή. Αν όλη τούτη η δικτύωση είναι ικανή να ανακουφίσει το συναίσθημα της υπαρξιακής απομόνωσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο και αν όλες τούτες οι συσκευές που χτυπούν στις τσέπες και στις τσάντες των ανθρώπων είναι ικανές να σπείρουν οάσεις στην έρημο των εσωτερικών ατομικών διεργασιών και συναισθημάτων και των κοινωνικών σχέσεων. Μέσα από μια τέτοια προοπτική η αδιάκοπη χρήση κινητών τηλεφώνων και tablet μοιάζει για τους χρήστες ως μια φανταστική θεραπεία από συναισθήματα δυσφορίας, κενού, μοναχικότητας, πλήξης και ανάγκης για κοινωνική αναγνώριση και επιβεβαίωση. Είναι ένας τρόπος να δηλώσει κάποιος ότι υπάρχει ότι είναι σημαντικός για τους άλλους, ότι τον αναζητούν, ότι τον ψάχνουν, ότι είναι πολύ απασχολημένος, ότι έχει πολλές δουλειές να κάνει και κυρίως ότι είναι πολύ δημοφιλής και έχει πολλές κοινωνικές διασυνδέσεις.
Η αδιάκοπη χρήση κινητών και tablet, θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα συλλογικό «τικ», με άλλα λόγια με ένα σύμπτωμα μιας ευρύτερης κοινωνικής παθογένειας που εκφράζεται από τα άτομα στην καθημερινότητά τους. Ο νευρωτικός άνθρωπος της εποχής μας, πλαισιωμένος με τα τεχνολογικώς εξοπλισμένα «μεταβατικά του αντικείμενα», μοιάζει να παλινδρομεί σε νηπιακές ηλικίες της ανθρώπινης ανάπτυξης. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι τα παιδιά έως την ηλικία των 5 ή 6 περίπου ετών κουβαλούν συνήθως μαζί τους ένα αρκουδάκι ή κάτι σχετικό. Για τα παιδιά, το μεταβατικό αντικείμενο, όπως ονομάζεται στην ψυχαναλυτική ορολογία, είναι τόσο σημαντικό που αδυνατούν να το αποχωριστούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας (και της νύχτας), του προσδίδουν ανθρωπομορφικές ιδιότητες και βρίσκεται πάντα παρόν στις επικοινωνιακές αλληλεπιδράσεις τους με το κοινωνικό περιβάλλον. Το μεταβατικό αντικείμενο προσφέρει στα παιδιά ένα αίσθημα προστασίας και μια φαντασίωση παντοδυναμίας, ενώ είναι ο «ενδιάμεσος» μεταξύ του χώρου που βρίσκεται έξω από τον εαυτό του παιδιού και της δικής του εσωτερικής πραγματικότητας, μεταξύ δηλαδή του υποκειμενικού και του αντικειμενικά αντιληπτού.
Το σύγχρονο μετανεωτερικό άτομο, «παλινδρομώντας» σε συναισθηματικές καταστάσεις που χαρακτηρίζουν κυρίως τις νηπιακές ηλικίες, δεν μπορεί να διανοηθεί την κοινωνική του παρουσία και ένταξη, χωρίς κάποιο τεχνολογικό μέσο επικοινωνίας με μακρινούς φίλους και απόντες, συχνά σε βάρος της επικοινωνίας με τους παρόντες. Έτσι, το άτομο αφενός πιστοποιεί τον φαντασιακό εξοστρακισμό της μοναξιάς του, αφετέρου «προστατεύει» τον εαυτό του από ένα ουσιαστικό πλησίασμα και μια πραγματική επικοινωνία με τους ευρισκόμενους πλησίον του, καθιστώντας την δημόσια εικόνα του ψευδαισθησιακά δημοφιλή, την στιγμή που το ίδιο αισθάνεται στην πραγματικότητα αμήχανο και απελπιστικά μόνο.