Και παντρεύομαι… Και νοικοκυρεύομαι… Και διαιωνίζομαι τεκνοθετώντας…

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Κοινοποιήστε

«Τι αξία έχει ο γάμος στην αγάπη μας μπροστά κι άλλοι είναι παντρεμένοι κι όμως ζούνε χωριστά.»
Χάρρυ Κλύνν

Τώρα που, όπως υποτίθεται, εκσυγχρονίζεται το οικογενειακό δίκαιο, είναι να αναρωτιέται κανείς πόσο πραγματικά προοδευτική είναι η κοινωνία. Να διερωτάται αν, η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου ζευγαριών ιδίου φύλου και η «επισυναπτόμενη» συζήτηση γύρω από την απόκτηση παιδιού είτε με καθεστώς υιοθεσίας, είτε με βιολογικούς τρόπους τεχνολογικά διαμεσολαβημένους, στοχεύει ειλικρινώς στην πρόοδο, στην αποδοχή των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών όλων των μειονοτήτων, στην επίλυση των ανισοτήτων ανάμεσα στα άτομα και στην πορεία προς έναν πιο δίκαιο κόσμο ή μήπως αντίθετα, είναι ένας ακόμα προσχηματικός διάλογος, που στο όνομα του δικαιωματισμού προωθεί άλλα κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα.

Ειδικότερα, για τον τομέα των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, οι περιορισμοί μέχρι σήμερα ήταν βέβαια πολλοί, τουλάχιστον σε θεσμικό και νομικό επίπεδο, αφού στην ιδιωτική του ζωή, όπως λέγεται «ο καθένας μπορεί να κάνει πάνω κάτω ότι θέλει». Όμως άραγε, αυτό το «ότι θέλει» ήταν νομικά κατοχυρωμένο και κατ’ επέκταση νομιμοποιημένο στις συνειδήσεις των ανθρώπων; Προφανώς και όχι! Είναι άραγε πρόθεση του εν λόγω νομοσχεδίου απλώς και μόνο η νομική κατοχύρωση της διεύρυνσης του επιτρεπτού με θεσμικό τρόπο ή πίσω από έναν τέτοιο δημόσιο διάλογο επιχειρείται η βολιδοσκόπηση των «προοδευτικών» ή «συντηρητικών» αντανακλαστικών της κοινωνίας, πέραν βεβαίως από τον προφανή αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από άλλα φλέγοντα ζητήματα, σημαντικά για την επιβίωσή της; Με άλλα λόγια, μήπως δοκιμάζονται τα όρια, οι ανοχές και τα περιθώρια άσκησης επιρροής από την ισχύουσα «πολιτική ορθότητα»; Παράλληλα, φαίνεται να επιτυγχάνεται μέσα από τέτοιους δημόσιους διαλόγους και συζητήσεις, όχι μόνο το γνωστό «διαίρει και βασίλευε», αλλά ένα «κατατεμάχισε και κατακερμάτισε την κοινωνία».

Η διαδικασία λαμβάνει χώρα ως εξής:

Αρχικά, τίθεται προς δημόσια διαβούλευση ένα ζήτημα ιδεολογικά αιχμηρό και αρκετά προκλητικό, ώστε ως δόλωμα να το «τσιμπήσει» μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Φαινομενικά στην αρχή οι απόψεις που διατυπώνονται σχηματίζουν ένα «απλοϊκό» διχαστικό σχήμα τύπου «υπέρ ή κατά» του εν λόγω νομοσχεδίου. Οι υποστηρίζοντες τα υποτιθέμενα δυο άκρα σκιαγραφούνται πάνω σε κάποια συγκεκριμένα κοινωνιοψυχολογικά προφίλ. Αναφορικά με το εν λόγω νομοσχέδιο, όσοι είναι υπέρ της ψήφισης του (αυτό)ταξινομούνται στους «προοδευτικούς» ανθρώπους, στους «μορφωμένους», στους «ανοιχτούς στη διαφορετικότητα», στους «πολιτισμένους», στους αριστερούς ή αριστερόστροφους, στους αντιρατσιστές κλπ., ενώ όσοι είναι κατά της ψήφισής του, αυτομάτως κατατάσσονται από τον πολιτικά κυρίαρχο λόγο και τις ιδεολογίες που απορρέουν από αυτόν, στους δεξιούς ή ακροδεξιούς κύκλους, στους αμόρφωτους, στους λαϊκιστές, στους μισοαγράμματους, στους ρατσιστές, στους συντηρητικούς, στους γραφικούς, στους ομοφοβικούς κλπ. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ιδεολογικοπολιτικής ταξινόμησης, οι πολίτες καλούνται να διαλέξουν το lifestyle(1) που τους ταιριάζει καλύτερα και με το οποίο θα διεκδικούν την κοινωνική τους ένταξη. Συνεπώς, η κοινωνία πολώνεται και διχάζεται στιγματίζοντας καταχρηστικά με αρνητικό πρόσημο ένα μεγάλο τμήμα της. Συγχρόνως, τα άτομα συνδέοντας τις απόψεις τους με το ανάλογο lifestyle, οικοδομούν μια παράσταση για τον εαυτό τους, διαμορφούμενη και εκπορευόμενη από την ταύτιση ή την αντίθεσή τους με την κυρίαρχη ιδεολογία.

Ο ρόλος των μειονοτήτων

Συμπληρωματικά, το ζήτημα που τίθεται προς δημόσια διαβούλευση αφορά τις διεκδικήσεις κάποιας συγκεκριμένης μειονότητας (στην προκειμένη περίπτωση της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας). Η μειονότητα δεν είναι παρά μια μειοψηφία που πολιτικοποιείται.

Συνεπώς, διεκδικεί:

α) δικαιώματα,
β) αναγνώριση διακριτής ταυτότητας,
γ) ισονομία.

Αρνείται στην πλειοψηφία της κοινωνίας να λειτουργεί ερήμην της, να νομοθετεί στο όνομα της δημοκρατίας ως πλειονότητα που εκφράζει την «βούληση των πολλών» και το «γενικό καλό της κοινωνίας», χωρίς να συμπεριλαμβάνει σε αυτό την μειονότητα και τις αξιώσεις της για αναγνώριση των δήθεν πανανθρώπινων ιδανικών της. Τείνει, συνεπώς, να διασπά την πολιτισμική ή την κοινωνική συνοχή και την συνεκτικότητα των παραδοσιακών, νεότερων ιστορικά κοινωνιών.

Συμπερίληψη: Προωθώντας τον κατακερματισμό και τη διάλυση

Το ιδεολογικό εργαλείο με το οποίο προωθείται συστηματικά η μειονοτοποίηση της κοινωνίας είναι μεταξύ άλλων, η συμπερίληψη της κάθε είδους διαφορετικότητας σε ένα φόντο ομοιότητας, που δημιουργεί την εικόνα της κοινωνίας ως ετερόκλητου «μωσαϊκού». Στο προσχηματικό όνομα του «ψευτοανθρωπισμού», του «αντιρατσισμού», του «ανοίγματος στον άλλο», του «δικαιωματισμού», της «ισότητας» και της «δικαιοσύνης» προωθείται μέσα από νομικές παρεμβάσεις, συστηματική προπαγάνδα και εγχάραξη σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους δυνατούς τρόπους (εκπαίδευση, ΜΜΕ κλπ.):

Α) Η αποδόμηση των παραδόσεων, των αξιών, των ηθών και των εθίμων, ως ερειπίων του παρελθόντος, φύσει και θέσει αναχρονιστικών.

Β) Η κατάργηση της «κοινής λογικής», και η μετατροπή της σκέψης σε ένα είδος «χυλού», χωρίς μέθοδο προσέγγισης των ετερόκλητων πληροφοριών, άρα χωρίς καμία δυνατότητα ανάπτυξης κριτικής σκέψης, ικανότητας αναστοχασμού και εξαγωγής λογικών συμπερασμάτων.

Γ) Η πόλωση και ο διχασμός της κοινωνίας με φαινομενικά ακραίο τρόπο, ώστε πάνω σε αυτή την σύγκρουση να προωθείται ως λύση εξισορρόπησης η εκάστοτε πολιτικά ορθή ατζέντα.

Βεβαίως, η συμπερίληψη, ως ιδεολογικό εργαλείο και αξία της «θρησκείας του δικαιωματισμού» προπαγανδιζόταν ήδη, πολύ πριν τεθεί στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα του πολιτικού γάμου ατόμων ιδίου φύλου και της απόκτησης ή όχι παιδιών από την πλευρά τους. Η ελληνική κοινωνία έχει δεχτεί μαθήματα συμπερίληψης με αφορμή το μεταναστευτικό και την ανάδειξη του σε «κλειδί» ανοίγματος των δυτικών κοινωνιών, ώστε, όπως υποτίθεται, να κατασκευαστούν πολυπολιτισμικές κοινωνίες που «όλοι θα συνυπάρχουν ειρηνικά με τις υπόλοιπες ετερογενείς διαφορετικότητες» που θα ορίζουν ως συμπολίτες τους. Ανάλογα μαθήματα παρέχονται συστηματικά και στα σχολεία, ήδη από την πρώτη σχολική ηλικία, όπου στα πλαίσια μιας «συμπεριληπτικής εκπαίδευσης» ενσωματώνονται φύρδην μίγδην, χονδροειδώς και πρόχειρα, ειδικές κατηγορίες πληθυσμού (όπως τα άτομα με σωματικές ή νοητικές αναπηρίες, τα παιδιά των μεταναστών, οι ρομά κλπ.).

Παρατηρούμε επομένως να μεταβαίνουμε ιδεολογικά από την οικειοφοβία (δηλαδή την αντιπάθεια για το οικείο) πάνω στην οποία βασίζεται το όραμα της οικοδόμησης μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας υπό την μορφή χαώδους Βαβέλ στο πεδίο των εθνικών και συλλογικών ταυτοτήτων, στη διάχυτη ετεροφοβία στο πεδίο των στενών διαπροσωπικών και διεμφυλικών σχέσεων.

Και γιατί όχι Π-ΛΟΑΤΚΙ;

Θα μπορούσαμε λοιπόν να αναρωτηθούμε που βρίσκεται, αν υπάρχει, όριο σε όλα αυτά; Ποιο θα ήταν και πως θα οριζόταν το όριο της «συμπερίληψης» στην κοινωνία; Γιατί δεν θα ήταν εύλογο να διεκδικήσει δικαιώματα, αναγνώριση και νομική ισότητα μια από τις πλέον πολυπληθέστερες κατηγορίες πληθυσμού στο ερωτικοσεξουαλικό επίπεδο, εκείνη λόγου χάρη που διατηρώντας παράλληλες σχέσεις (ετεροφυλόφιλης ή / και ομοφυλόφιλης κατεύθυνσης), εντάσσεται στην κατηγορία των πολυγαμικών; Και γιατί μάλιστα να μην μπορεί, στα πλαίσια ενός νόμιμου πολιτικού γάμου, ένα πρόσωπο με τον σύζυγο 1, 2, 3 και 4 να συγκροτεί μια «όμορφη οικογένεια», αποκτώντας παιδιά που «θα λαμβάνουν αγάπη» αυξανόμενη μάλιστα με αριθμητική πρόοδο, όπως και οι γονείς τους (Γονέας 1, 2,3, 4 κ.ο.κ); Άλλωστε, όπως μας ενημερώνει καθημερινά η «πολιτική ορθότητα» και η καθεστωτική προπαγάνδα της, τα παιδιά δεν χρειάζονται την μητέρα και τον πατέρα τους, αλλά βασικά «αγάπη». Μια πολυγαμική οικογένεια θα είχε, πολλαπλασιαστικά μεγεθυνόμενη, πολλή «αγάπη» να δώσει… Γιατί λοιπόν όχι;

Και γιατί να μην διευρυνθούν ακόμα περισσότερο τα όρια της συμπερίληψης για να γίνει ακόμα πιο «δημοκρατική», «ανεκτική» και «ανοιχτή» η κοινωνία μας, συμπεριλαμβάνοντας στους νομικά θεσμοθετημένους πολιτικούς γάμους εκείνους των αιμομικτών, των κτηνοβατών, των νεκρόφιλων, εκείνων που ερωτεύονται προϊόντα Τεχνητής Νοημοσύνης ή όλους όσους θέλουν να παντρευτούν τον εαυτό τους; Διότι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν. Ζουν ανάμεσα μας, όπως μέσα μας ζουν οι ενδεχομένως ανεξέλεγκτες φαντασιώσεις μας και η αχαλίνωτη επιθυμία μας να «είμαστε οτιδήποτε θέλουμε», ανά πάσα ώρα και στιγμή, χωρίς περιορισμούς και κυρίως, χωρίς συνέπειες.

Άλλωστε, στο άκρον άωτον της περιρρέουσας εξατομίκευσης, διαβάζουμε τα ακόλουθα δυο ενδεικτικά παραδείγματα:

Σε δημοσίευμα της New York Post αναδημοσιευμένο από την εφημερίδα «Πρώτο θέμα» στις 27/4/22: «Το αντισυμβατικό love story ενός 38χρονου Ιάπωνα (ονόματι Κόντο), ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως fictosexual (δηλ. άτομο που έλκεται ερωτικά από πλασματικούς χαρακτήρες) έχει απασχολήσει κατά καιρούς πολλά διεθνή ΜΜΕ, όπως το BBC και οι New York Times. […] Σύμφωνα με τη New York Post, ο Κόντο «έβγαινε» με τη Μίκου (η οποία απεικονίζεται στην ποπ κουλτούρα ως 16χρονη με μακριά τιρκουάζ μαλλιά), για μια δεκαετία προτού την «παντρευτεί» σε μια ανεπίσημη τελετή το 2018. Η Μίκου, μια εικονική pop star δημιουργήθηκε με την τεχνολογία Vocaloid της Yamaha και εντάχθηκε σε σειρές anime και video games.» (2)

Παράλληλα, πληροφορούμαστε ότι η Karen Reed παντρεύτηκε τον εαυτό της δηλώνοντας ότι: «Ήμουν 40 ετών όταν σκέφτηκα πως ήρθε η ώρα να νοικοκυρευτώ. Ο άνθρωπος που αγαπούσα πιο πολύ και με τον οποίο ήθελα να δεσμευτώ, ήταν ο εαυτός μου. Ήταν κάτι σαν πράξη αποδοχής του εαυτού μου. Φόρεσα το νυφικό μου και έζησα μία εκπληκτική γαμήλια τελετή με τους ανθρώπους που αγαπώ και νοιάζομαι.» (3)

Κλείνοντας: Όλα αυτά τα αλλεπάλληλα «Γιατί όχι;» που θα μπορούσε να διατυπώσει ο καθένας, κάθε φορά που περιορίζεται θεσμικά η ατομική ελευθερία του να εκπληρώσει, με τη νομιμοποίηση της πολιτείας, τα πιο «προσωπικά» του γούστα, μας οδηγούν να στοχαστούμε μια προοπτική απάντησης, όπως αυτή διατυπώνεται από τον Αλμπέρ Καμύ:

«Η ελληνική σκέψη οχυρώθηκε πάντα πίσω από την ιδέα των ορίων. Δεν εξώθησε τίποτα στα άκρα, ούτε τα ιερά, ούτε τη λογική. Μετρίασε το απόλυτο, εξισορροπώντας τη σκιά και το φως».

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Η Ευγενία Σαρηγιαννίδη εργάζεται ως Ψυχολόγος και είναι Επιστημονική Διευθύντρια του Δικτύου Psy-Counsellors. Η μεταπτυχιακή της εξειδίκευση είναι στην «Ψυχολογία και το Διαδίκτυο». Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων σε θέματα ψυχολογίας, κοινωνίας και πολιτισμού. Πάνω στα ίδια αντικείμενα έχει πραγματοποιήσει πολλές παρεμβάσεις στην συμβατική και διαδικτυακή τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.