Πέραν από τον ανεκδοτικό χαρακτήρα της εικόνας του στελέχους της πολυεθνικής που εργάζεται ξαπλωμένος σε μια αιώρα στον ήλιο, πληκτρολογώντας κάτι σχετικό με τη δουλειά του στο κινητό του ή στον υπολογιστή, η τηλε-εργασία φαίνεται να μεταβάλλει σε βάθος τις σχέσεις μεταξύ της επαγγελματικής και της ιδιωτικής ζωής. Με συνέπειες, εν δυνάμει τουλάχιστον, ιδιαίτερα αρνητικές.
Με μια πρώτη ματιά θα λέγαμε ότι η γενίκευση της τηλε-εργασίας αφήνει να φανεί μια μεγάλη ποικιλία εμπειριών. Παράδεισος για τους μεν, κόλαση για τους δε, ανάλογα λόγου χάρη με το αν ο τηλε- εργαζόμενος έχει παιδιά ή διαθέτει μια άνετη βασική ή εξοχική κατοικία. Μπορούμε άραγε να αντλήσουμε από όλες αυτές τις διαφορετικές εμπειρίες, ένα κάπως πιο γενικό συμπέρασμα; Μάλλον ναι, διότι αν η τηλε-εργασία γενικευτεί θα βρεθούμε σύντομα ενώπιον ενός ομιχλώδους εργασιακού τοπίου που θα συσκοτίζει τη διάκριση μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής. Για να κατανοήσουμε τη φύση και τη δυναμική αυτής της ομίχλης, μια ιστορική αναδρομή μοιάζει αναγκαία.
Η οικογένεια ως κοινότητα
Παραδοσιακά το σπίτι της οικογένειας – ο «οίκος», αποτελεί την κύρια παραγωγική μονάδα. Είναι προφανές πως αυτό ίσχυε ήδη στην αρχαιοελληνική παραγωγική πραγματικότητα, όπου ο μεν «οίκος» προσδιόριζε την οικογενειακή διάσταση της οικο-νομίας, ο δε «νόμος» τη διοίκηση και τη διαχείριση των θεμάτων του οίκου. Αυτή η διάσταση παραμένει επίκαιρη μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Στις αγροτικές οικογένειες, τόσο οι άντρες, όσο οι γυναίκες και τα παιδιά συμμετέχουν ενεργά στις παραγωγικές δραστηριότητες, από τις οποίες άλλωστε ζουν. Οι βιοτέχνες και οι έμποροι στις πρώιμες αστικές συνθήκες διατηρούν ένα παρόμοιο πλαίσιο ζωής: Η οικογένεια ζει στο πίσω μέρος του εργαστηρίου ή του μαγαζιού ή στον πάνω όροφο. Δεν είναι σπάνιες οι αφηγήσεις όπου ένας εν δυνάμει πελάτης χτυπάει το τζάμι του υπνοδωματίου ή της κουζίνας για να ειδοποιήσει τον μάστορα ή τον έμπορο για την παρουσία του. Το ίδιο ισχύει για άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες όπως του γιατρού ή του δικηγόρου. Με άλλα λόγια, η συνήθης μορφή εργασίας είναι εκείνη που σε σημαντικό βαθμό αγνοεί τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικής και επαγγελματικής ζωής.
Εντούτοις, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στην ιδέα ότι η παραπάνω κατάσταση σύγχυσης της επαγγελματικής με την ιδιωτική ζωή μοιάζει κάπως με εκείνη της σημερινής τηλε-εργασίας. Πρώτα από όλα οι παραδοσιακές μορφές εργασίας δεν αποτελούν καθόλου τηλε-εργασίες, δηλαδή εργασίες εξ’ αποστάσεως. Ο εργαζόμενος στο σπίτι του μάστορας, έμπορος ή οτιδήποτε άλλο είναι σχεδόν πάντοτε αυτοαπασχολούμενος. Είναι αφεντικό και εργοδότης του εαυτού του, όχι μισθωτός μιας επιχείρησης που έχει την έδρα της σε μια άλλη πόλη ή σε μια άλλη χώρα. Επιπλέον, η οικιακή και η επαγγελματική ζωή δεν αντιμετωπίζονται ως ανταγωνιστικές, αλλά ως συμπληρωματικές πραγματικότητες. Παραδείγματος χάρη, η άσκηση μιας βιοτεχνικής δραστηριότητας αποτελεί για τον μάστορα το υπόβαθρο και το πρακτικό εργαστήριο της μεταβίβασης τεχνικών γνώσεων, συνήθως από τον πατέρα στο γιο, ο οποίος άλλωστε κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει αργότερα τη δουλειά του πατέρα. Έτσι, το να αφιερώσει κάποιος μάστορας ή τεχνίτης μια ώρα περισσότερο στην εργασία του, δεν σημαίνει καθόλου ότι μειώνει κατά μία ώρα την παρουσία του στο σπίτι, αλλά αντίθετα ότι συμμετέχει ενεργά στην επαγγελματική εκπαίδευση των παιδιών του. Στις αγροτικές και βιοτεχνικές κοινότητες το ίδιο άλλωστε ισχύει και στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, αφού οι γυναίκες συμμετέχουν ενεργά στις παραγωγικές δραστηριότητες του οίκου τους. Οι οικιακές εργασίες που παραδοσιακά επιβαρύνουν ιδίως την γυναίκα – «η παραγωγή αξίας χρήσης», σύμφωνα με την μαρξιστική ορολογία, ελαφρύνουν τα γενικά έξοδα συντήρησης της οικογενειακής παραγωγικής μονάδας και ως εκ τούτου, είναι το ίδιο σημαντικές με τα έσοδα που αποκομίζουν οι άλλες παραγωγικές δραστηριότητες της οικογένειας. Κάθε δραστηριότητα έχει συνεπώς ένα συγκεκριμένο οικονομικό και κοινωνικό νόημα για την οικογενειακή κοινότητα. Ακόμα και η παρουσία οικόσιτων ζώων όπως ο σκύλος ή η γάτα, εντάσσεται σε μια παρόμοια οικονομικού τύπου σημασιοδότηση και σε έναν άτυπο καταμερισμό εργασιών απαραίτητων για την λειτουργία του οίκου.
Ο έλεγχος των μισθωτών
Η διάσταση και η διάκριση μεταξύ των δραστηριοτήτων του οίκου και των άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων των ανθρώπων, αποτελεί λοιπόν ένα γεγονός χαρακτηριστικό της οργάνωσης του νεότερου δυτικού κόσμου. Εμφανίζεται σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της μεγάλης επιχείρησης από τα τέλη του 19ου αιώνα και αρχίζει να γενικεύεται πραγματικά μόλις κατά τον 20ο. Οι ιστορικοί που ασχολούνται με το θέμα της ιδιωτικής ζωής (Αντουάν Προστ, Ιστορία της Ιδιωτικής Ζωής), σημειώνουν ότι ακόμα στις αρχές του 20ου , οι μισοί περίπου εργαζόμενοι απασχολούνται κατ’ οίκον. Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και συνακόλουθα της μισθωτής εργασίας, η οικιακή και η επαγγελματική ζωή παύουν να γίνονται αντιληπτές από τους σύγχρονους δυτικούς ανθρώπους ως συμπληρωματικές και αρχίζουν να θεωρούνται ως ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Έτσι, μια ώρα περισσότερο στο γραφείο ή στο εργοστάσιο, σημαίνει αυτομάτως μια ώρα λιγότερη στο σπίτι. Παράλληλα, ένα επάγγελμα, μια παραγωγική δραστηριότητα, αποκτούν αξία σχεδόν αποκλειστικά σε συνάρτηση με τους μισθούς και τα έσοδα που συνεπάγεται η άσκησή τους: Μια δουλειά είναι «καλή» όταν κυρίως «φέρνει χρήματα», χωρίς παράλληλα να είναι ιδιαίτερα κουραστική. Η μεταβίβαση επαγγελματικών και τεχνικών γνώσεων στους απογόνους παύει να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εργαζόμενων – ενηλίκων. Η κατ’ οίκον απασχόληση των γυναικών σταδιακά απαξιώνεται.
Η διάκριση μεταξύ οικιακής και επαγγελματικής ζωής αποτελεί μια αμφιλεγόμενη διαδικασία, που συχνά βιώνεται από τους περισσότερους εργαζόμενους με αντιφατικά συναισθήματα. Βέβαια, συνοδεύει την ανάπτυξη του ατομισμού, που σε ένα πρώτο χρόνο δημιουργεί την επιθυμία της διεύρυνσης της ιδιωτικής σφαίρας ζωής. Μιας ιδιωτικής ζωής δηλαδή διακριτής από την εξ’ ορισμού δημόσια, επαγγελματική σφαίρα των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Το άτομο ζει λοιπόν καταρχάς αυτήν την απαγκίστρωση του ιδιωτικού από το δημόσιο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του ως μια «απελευθέρωση» νοητή σε συνάρτηση με την επέκταση του ελεύθερου χρόνου. Με άλλα λόγια, έξω από τις ώρες που το άτομο, ως εργαζόμενος, αφιερώνει στη δουλειά, είτε στο γραφείο, είτε στο εργοστάσιο, δεν υπάρχουν συνήθως και «κανονικά» άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις. Από τη στιγμή που ο εργαζόμενος επιστρέφει στο καταφύγιο της ιδιωτικής του ζωής, δηλαδή στο σπίτι του, είναι σχεδόν βέβαιο ότι σπάνια θα τον ενοχλήσει κάποιος με «θέματα της δουλειάς».
Ωστόσο, η έντονη επιθυμία της διατήρησης ή της επέκτασης της σφαίρας της ιδιωτικής ζωής, είναι συχνά εκείνη που δημιουργεί την αίσθηση του επώδυνου χαρακτήρα της ριζικής αποκοπής της επαγγελματικής από την ιδιωτική σφαίρα. Πολύ συχνά, η επιλογή του βάρους που έχει (ή που «πρέπει να έχει») η κάθε μια από αυτές τις σφαίρες στη ζωή ενός εργαζόμενου, επιφέρει κρίσεις και συγκρούσεις στο πεδίο της ίδιας της οικογενειακής ζωής. Τα ίδια διλήμματα εμφανίζονται όμως και από την πλευρά της εργοδοσίας: Οι επιχειρήσεις προσπαθούν με κάθε τρόπο να διατηρούν κάποιο έλεγχο πάνω στην ιδιωτική ζωή των υπαλλήλων τους και ενδεχομένως να μειώσουν όσο γίνεται περισσότερο το ελεύθερο χρόνο τους μέσα από πληρωμένες ή απλήρωτες υπερωρίες.
Η τηλε- εργασία θα πρέπει να γίνει κατανοητή όχι τόσο σαν μια επιστροφή των εργαζόμενων στο παραδοσιακό πλαίσιο της κατ’ οίκον αυτοαπασχόλησης, όσο σαν ένα νέο πεδίο σύγκρουσης μεταξύ οικιακής και επαγγελματικής ζωής. Θα πρέπει να αποφεύγεται η εύκολη σύγχυση μεταξύ της «δουλειάς στο σπίτι» (που βεβαίως και ευτυχώς ίσως, ως δυνατότητα υπάρχει ακόμα) και της τηλε-εργασίας, που είναι μια εξ’ αποστάσεως μισθωτή συνήθως εργασία που λαμβάνει χώρα στο σπίτι. Για τις επιχειρήσεις και την εργοδοσία, υπάρχει σε αυτήν την τελευταία εκδοχή απασχόλησης των υπαλλήλων ένα σημαντικό προτέρημα: δεν χρειάζεται πια να καταβάλλονται σημαντικά ποσά για την ενοικίαση μεγάλων χώρων, γραφείων κλπ. Με άλλα λόγια, το κόστος για ένα μέρος των ακίνητων εγκαταστάσεων της επιχείρησης μετατίθεται σταδιακά στην πλάτη του μισθωτού, ο οποίος θα πρέπει να διαρρυθμίσει όπως μπορεί την κατοικία του (ή να βρει μια μεγαλύτερη κατοικία) έτσι ώστε να μπορεί να εξασφαλίσει τις κατάλληλες συνθήκες εργασίας και να εγκαταστήσει τις υποδομές που απαιτούνται για την άσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων.
Οι απειλές επί της οικογενειακής εστίας
Όμως, οι συνέπειες της τηλε-εργασίας πηγαίνουν πέρα από όλα αυτά: Πρόκειται για την εισαγωγή της αντίθεσης ή και της σύγκρουσης μεταξύ της οικιακής και της επαγγελματικής ζωής στο ίδιο το πλαίσιο της οικογενειακής εστίας. Ο τηλε-εργαζόμενος δεν καλείται μόνον να οργανώσει το σπίτι του έτσι ώστε να το κάνει πιο λειτουργικό για την άσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων. Ακόμα και αν δεν είναι μισθωτός, υπάλληλος κάποιας επιχείρησης, αλλά αυτοπασχολούμενος, ελεύθερος επαγγελματίας που διευκολύνεται πρακτικά από την τηλε-εργασία κατ’ οίκον, ο εργαζόμενος εξ’ αποστάσεως καλείται επειγόντως να αναδιοργανώσει την οικογενειακή και ιδιωτική του ζωή για να ανταποκριθεί με επάρκεια στις νέες συνθήκες της εργασίας του. Λόγου χάρη, για να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες συναντήσεις με πελάτες από το σπίτι του, ο τηλε-εργαζόμενος δεν πρέπει να παρενοχλείται από κάποιο μωρό, ούτε βέβαια μέσα στο δωμάτιο που εργάζεται, ούτε όμως στο διπλανό ή στο παραδιπλανό δωμάτιο. Ο καλός τηλε-εργαζόμενος, δηλαδή αυτός που έχει ελπίδες να διατηρήσει τη δουλειά του, τους πελάτες του, τον μισθό του, εκείνος δηλαδή του οποίου η προσφορά θα αναγνωρίζεται από την εργοδοσία ή από την πελατεία, θα είναι ο εργαζόμενος του οποίου η ιδιωτική κατοικία θα έχει εμμέσως μεταβληθεί σε προέκταση των χώρων της επαγγελματικής του δραστηριότητας ή σε ακίνητο στη διάθεση της επιχείρησης όπου εργάζεται ως μισθωτός. Δηλαδή ένας τόπος ηχητικώς στεγανός, λειτουργικός, χωρίς προσωπικά στοιχεία, απαλλαγμένος από όλα τα δείγματα της ιδιωτικής ζωής. Οι συζυγικές αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο επένδυσης του ιδιωτικού χώρου και χρόνου θα λαμβάνονται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν δυσχεραίνουν σε τίποτα τον τηλε-εργαζόμενο κατά την άσκηση των κατ’ οίκον καθηκόντων του.
Σε αυτές τις συνθήκες, η σύγκρουση μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής μοιάζει να οξύνεται στο έπακρο. Όχι μόνο διότι η εξατομίκευση, η κατάργηση κάθε συλλογικότητας στους τόπους της εργασίας, η συρρίκνωση κάθε δια ζώσης κοινωνικής επαφής και κατά προέκταση, κάθε μορφής συνδικαλιστικής δράσης του μισθωτού, τείνουν μοιραία προς την αποδυνάμωση των συλλογικών αγώνων των εργαζόμενων. Ούτε μόνον επειδή επί της ουσίας, καταργείται κάθε λογική συμπληρωματικότητας μεταξύ ιδιωτικής σφαίρας και δημόσιας παραγωγικής δραστηριότητας. Αλλά επίσης, επειδή η μόνιμη απασχόληση του τηλε-εργαζόμενου μπροστά σε μια οθόνη για λογαριασμό είτε του εαυτού του, είτε μιας επιχείρησης, συρρικνώνει την σφαίρα των δια ζώσης κοινωνικών αλληλεπιδράσεων με τους οικείους του ακόμα και εκτός του χρόνου δουλειάς. Ακυρώνει τις παραδοσιακές διαδικασίες της κατ’ οίκον μεταβίβασης γνώσεων. Το μόνο νόημα που παραμένει είναι εκείνο μιας κάπως σταθερής επαγγελματικής απασχόλησης που επιτρέπει μεν στον εξ’ αποστάσεως εργαζόμενο μισθωτό ή αυτοπασχολούμενο, να έχει στο τέλος του μήνα κάποια έσοδα ή ένα μισθό λίγο πολύ άξιο λόγου, έχοντας όμως τελικά απωλέσει τα δημοκρατικά οχυρά, όχι μόνον της δημόσιας συλλογικής του ζωής, αλλά και εκείνα της οικογενειακής ζωής και της αστικής ιδιωτικότητας.
Εάν λοιπόν οι «κατ’ οίκον μορφές εργασίας» παρέχουν στον εργαζόμενο κάποια ικανοποίηση ως προς την οργάνωση και διαχείριση του χρόνου που διαθέτει για τη δουλειά, την ανάπαυση, την εκπαίδευση των παιδιών του, την ψυχαγωγία ή την μέριμνα για τα άλλα ζητήματα του οίκου, η τηλε-εργασία αποτελεί ίσως αντίθετα την ένδειξη α) του τέλους της οικογενειακής ζωής και β) του ελέγχου του ελεύθερου χρόνου των εργαζόμενων ενηλίκων από τις ανώνυμες ιδιωτικές εταιρείες που τους προσφέρουν απασχόληση. Έτσι, αν η μεγάλη επιχείρηση και οι συνθήκες της μισθωτής εργασίας άφησαν καταρχάς να διαφανεί η πιθανότητα μιας ατομικής «απελευθέρωσης» εντός ενός αυστηρά προφυλαγμένου ιδιωτικού χώρου ζωής, είναι ακριβώς αυτός ο ιδιωτικός χώρος που όχι μόνο δεν προφυλάσσεται πλέον, αλλά και συρρικνώνεται σήμερα στο έπακρο – ενδεχομένως δε, σε συνάρτηση με τον αντίστοιχο ελεύθερο χρόνο, απειλείται με εξαφάνιση. Η τηλε- εργασία καθίσταται τότε προϋπόθεση για την καθιέρωση μιας δουλικής συνθήκης μοναχικής ζωής και εργασίας των ατόμων.
Πρόκειται εντούτοις για μια εξέλιξη που νοηματοδοτείται αυτομάτως ως «πρόοδος» από πολλούς εργαζόμενους. Στις οικονομίες της αγοράς και στις κοινωνίες όπου η παροχή υπηρεσιών απασχολεί όλο και περισσότερους εργαζόμενους, αυτή η εξέλιξη αξιολογείται μονόπλευρα σε μεγάλο βαθμό με τρόπο θετικό, ενώ οι αρνητικές συνέπειες για την ποιότητα της ζωής θεωρούνται άλλοτε ως απροσδόκητες, άλλοτε δε εκλογικεύονται ως ιστορικά αναγκαίες…
Μετάφραση: Γιάννης Παπαμιχαήλ, τ. Καθηγητής Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου