Το φαντασιακό, το θυμικό, οι σκέψεις και τα όνειρα των ανθρώπων δανείζονται τα χρώματα, τις μυρωδιές, τις εικόνες, τους ήχους της γενέθλιας γης του καθενός. Κατά το πρώτο στάδιο της ζωής ενός ανθρώπου, το οποίο ξεκινά με τη γέννηση του βρέφους και ολοκληρώνεται περίπου με τη συμπλήρωση του δεύτερου ηλικιακού έτους, το μικρό παιδί γεύεται και δοκιμάζει τον κόσμο που το περιβάλλει με τις αισθήσεις του. Στις παλιές αγροτικές κοινωνίες, αλλά και στις σύγχρονες, όταν, έστω και περιστασιακά, το νεαρό άτομο ξεφεύγει από την αστική συνθήκη ζωής, νιώθει τις αχτίδες του ήλιου να του χαϊδεύουν το πρόσωπο, ακούει τις μουσικές από τις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων, οσφραίνεται τις μυρωδιές του τόπου του, το νοτισμένο χώμα, τα ανθισμένα αγριολούλουδα, τα χιόνια, τις ομίχλες, τα λαμπερά φεγγάρια, τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες. Αφουγκράζεται τους ήχους των σπιτιών, νιώθει την ιδιαίτερη μυρωδιά της κουζίνας, εξερευνά την χλωρίδα και την πανίδα και αποκαλύπτει το θησαυροφυλάκιο που αποτελεί ο τόπος που γεννήθηκε και γεμίζει την ψυχή και το νου του με τις συνήθειες (καλές ή κακές) μιας κοινότητας, με τα πλούτη μιας γης, ενός κλίματος, ενός φυσικού περιβάλλοντος και παράλληλα ενός ιστορικού εδάφους στο οποίο έζησαν οι πρόγονοί του.
Το φαντασιακό κάθε ανθρώπου (διανοητικό και συναισθηματικό), η νοοτροπία του, η οπτική γωνία μέσα από την οποία αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τους άλλους δεν μπορούν να είναι ποτέ απαλλαγμένα από μια τέτοιου είδους βαθιά ασυνείδητη και γι’ αυτό ζωντανή, αλλά συχνά απωθημένη, μνήμη. Κάθε ανθρώπινη συνείδηση επομένως είναι συνυφασμένη με κάποιο τόπο, με τα πρώτα ακούσματα, τα «χαλάσματα των παλιών ανθρώπων» δίπλα στα οποία ο καθένας μεγάλωσε, με τη γλώσσα που οικοδόμησε τη σκέψη του, με τα ήθη και τα έθιμα που στοιχειοθέτησαν τις πρώτες του εμπειρίες. Κάθε άνθρωπος, ακριβώς επειδή δεν είναι ούτε ρομπότ ούτε μετάνθρωπος αναπτύσσεται και διευρύνει το πνεύμα και την ψυχή του διατρεφόμενος από τις ρίζες που βρίσκονται βυθισμένες στη θάλασσα της μνήμης του. Από αυτήν την άποψη, η μόνιμη ξενοφιλία ορισμένων κοινωνικών κύκλων αποτελεί δείγμα της πολιτισμικής και πολιτικής τους υπανάπτυξης, καθώς και της εθελόδουλης νοοτροπίας τους.
Η προσωπικότητα, ως εκκοινωνισμένη πλευρά του εαυτού, οικοδομεί τα θεμέλια της στο έδαφος που νοηματοδοτείται από τον καθένα και τις κοινότητες των ομοίων σαν «πατρίδα». Μια λέξη φορτισμένη με συναισθήματα συνήθως θετικά. Μια σημασία γενέθλιου τόπου που δημιουργεί ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με αυτήν την πατρίδα – «μητρίδα» και τους συμπατριώτες Άλλους. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ομοιομορφία των πολιτισμών και των ανθρώπων. Το ακριβώς ανάποδο μάλιστα. Η ποικιλομορφία των ανθρώπινων κοινωνιών (και των ανθρώπινων προσωπικοτήτων, θα συμπληρώναμε) προκύπτει, όπως έγραφε ο Levi Strauss, «από την επιθυμία κάθε κουλτούρας να αντιτεθεί σε εκείνες που την περιβάλλουν, να διακριθεί από αυτές, με μια λέξη να είναι ο εαυτός της. Οι κοινωνίες δεν αλληλοαγνοούνται, δανείζονται η μία από την άλλη όταν δοθεί η ευκαιρία, αλλά για να μην χαθούν είναι ανάγκη να παραμείνει ανάμεσά τους, σε ορισμένες όψεις τους, μια ορισμένη αδιαπερατότητα» (Levi-Strauss, Le regard éloigné, Plon, σ. 15). Και συνεχίζει: «η πραγματική ελευθερία είναι εκείνη των μακρόχρονων συνηθειών, των προτιμήσεων, με μια λέξη των εθίμων» (στο ίδιο σ. 380).
Οι περισσότεροι άνθρωποι, αν όχι όλοι, είτε ζουν και εργάζονται στους τόπους που γεννήθηκαν, είτε αναγκάστηκαν ή προτίμησαν να μεταναστεύσουν, διατηρούν από αυτές τις ψυχοπολιτισμικές συνθήκες των απαρχών της ζωής και της προσωπικής ιστορίας τους μια νοσταλγία και ταυτόχρονα μια υποκειμενική αίσθηση μοναδικότητας, ιδιαιτερότητας, ενδεχομένως και σπανιότητας, συλλογικά μοιρασμένης, έστω με τρόπο εξίσου υποκειμενικό σε όλους τους πολιτισμικά ομοίους και πολιτικά οικείους συμ-πατριώτες τους. Δύσκολο πράγμα να έχει κανείς αυτοπεποίθηση όταν ντρέπεται για την καταγωγή του. Ο πολύτιμος λίθος στις αριστοκρατικές βιτρίνες των κοσμοπολίτικων κοσμηματοπωλείων, είναι πολύτιμος εμπορικά, επειδή γεωλογικά φέρνει μαζί του το βάρος και την ιδέα της σπάνιας καταγωγής του. Δεν είναι σκουπίδι που το παρασέρνει ο αέρας νομαδικά εδώ κι εκεί, ούτε κοινή πέτρα που μπορεί κανείς να συναντήσει οπουδήποτε ή να αγοράσει σε μάντρες οικοδομών.
Για να είναι ή να γίνει κάποτε πατρίδα μου «όλη η γη», χωρίς εγώ ο ίδιος να καταντήσω ένα μονομερώς ξενόφιλο σκουπίδι «χειραφετημένο από όλους τους δεσμούς», πρέπει πρώτα κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι αυτής της γης να λειτουργεί στη συνείδησή μου, ως εσωτερικευμένη ταυτότητα – ρίζα, δηλαδή να έχει υπάρξει ως κοινό πολύτιμο γενέθλιο έδαφος όλης της ομάδας από την οποία ιστορικά και καθόλου τυχαία κατάγομαι. Συνεπώς, να λειτουργήσει ως τόπος καταγωγής ικανός να με συν-κινήσει τόσο όσο χρειάζεται για να υπερασπιστώ αν χρειαστεί, όπως μπορώ, την συλλογική πολιτική ελευθερία: του τόπου, του λαού ή ακόμα της κοινωνικής ομάδας που ως θύμα των ανισοτήτων και των αποκλεισμών, αγωνίζεται όπως μπορεί για την αποκατάσταση της κοινωνικής και πολιτικής δικαιοσύνης στον χώρο που θεωρεί δική της πατρίδα. Για να αντισταθώ σε όλους όσους, λειτουργώντας εχθρικά προς τους πολιτικά και πολιτισμικά οικείους μου, επιβουλεύονται αυτό το κοινό αγαθό. Πώς να αντισταθώ; Αποκλείοντας τους εχθρούς και αντιπάλους από τη δυνατότητα να λεηλατήσουν τα συλλογικά κεκτημένα της κοινωνίας στην οποία ανήκω, να εκμεταλλευτούν τον φυσικό πλούτο ή και την εργασία των ανθρώπων του τόπου μου. Αποκλείοντας τους τελικά από τη δυνατότητα να «με κάνουν σαν τα μούτρα τους», να με εντάξουν δηλαδή με ήπιους ή βίαιους τρόπους ως αποικιοκρατούμενο «υπό εκσυγχρονισμό», στη δική τους κουλτούρα.
Ο πατριωτισμός είναι λοιπόν εκείνο το θερμό συναίσθημα που μου επιτρέπει να αισθάνομαι μια αυθόρμητη αλληλεγγύη πρώτα από όλα για τους οικείους μου, τους «δικούς μου ανθρώπους»: μόνον επεκτείνοντας αυτήν την λογικο-συναισθηματική βάση μπορώ να γίνω πραγματικά ανθρωπιστής και φιλόξενος, δηλαδή να διευρύνω τους δεσμούς αλληλεγγύης επεκτείνοντας τους στη σχέση μου με άλλους πολιτισμικά και πολιτικά μη οικείους συνανθρώπους. Να ανακαλύψω συνεπώς στις δικές τους συνθήκες ζωής τις κοινωνικές, πολιτισμικές ή πολιτικές συγγένειες και ομοιότητες που φέρνουν τον καταρχάς ξένο «κοντά μου» και οργανώνουν ηθικά και πολιτικά τα αισθήματα αλληλεγγύης (μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων). Αν δηλαδή μπορώ να έχω φιλικά συναισθήματα προς τους άλλους, τους «ξένους και διαφορετικούς», είναι ακριβώς επειδή αισθάνομαι πρωταρχικά κάποια τρυφερότητα ή κάποια περηφάνεια γι’ αυτόν τον τόπο καταγωγής που είναι δικός μου, αλλά επίσης των δικών μου ανθρώπων, ζώντων ή νεκρών.
Ο πατριωτικός δεσμός με κάνει να προτιμάω την πατρίδα μου από όλους τους άλλους τόπους, χωρίς να αισθάνομαι καθόλου ότι η προτίμησή μου αυτή είναι συνώνυμη μιας κάποιας «εθνικιστικής προκατάληψης» ή μιας ενστικτώδους απόρριψης όλων των άλλων ανθρώπων. Την προτιμώ ακόμα και αν για κάποιους λόγους κάποτε την φοβάμαι, ενδεχομένως και την μισώ: ένα τέτοιο φόβο, ίσως και ένα τέτοιο μίσος αισθάνεται άλλωστε συχνά και ο ψυχωτικός για το άμεσα οικείο κοινωνικό του περιβάλλον. Κάποιους «προσωπικούς λόγους» έχει βέβαια και αυτός… Μόνο που κανένας δεν θα ισχυριστεί ποτέ ότι αυτοί οι λόγοι είναι ορθοί από λογικής άποψης και κοινοί σε όλους τους ανθρώπους μιας εποχής. Άλλωστε, μια από τις στερεότυπες φράσεις που μπορούν να λεχθούν στις αρχές μιας ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης είναι πως αν το άτομο δεν αγαπήσει τον εαυτό του δεν θα μπορέσει να ανοιχτεί προς τους άλλους και να επενδύσει συναισθηματικά σε αυτούς. Μια τέτοια εν μέρει αυτονόητη διαπίστωση σε ατομικό επίπεδο φαίνεται να μην ισχύει για ιδεολογικούς λόγους, όταν εφαρμόζεται σε συλλογικότητες και κοινωνικές ομάδες.
Εντούτοις, για τα άτομα η εθνοτική ταυτότητα δεν είναι παρά η έκφραση του ψυχοπολιτικού συνανήκειν σε μια κοινότητα ομοίων, όπως δηλώνεται μέσα από το γνωστό τραγούδι με τους στίχους: «Αυτό το χώμα είναι δικό τους (των νεκρών) και δικό μας». Είναι ακριβώς το ίδιο που επισημαίνει κατά την παράδοση της φυλής του στον αμερικάνικο στρατό, ο Ινδιάνος αρχηγός Σηάτλ (Η Νύχτα των Ινδιάνων, 1855, εκδόσεις Άγρα, 1997): «Κάθε κομματάκι αυτής της γης είναι ιερό στο πνεύμα του λαού μου. Κάθε βουνοπλαγιά, κάθε κοιλάδα, κάθε πεδιάδα, κάθε άλσος είναι αγιασμένο από ένα γεγονός, καλό ή κακό, που έχει συντελεστεί πριν από πολλά χρόνια. Ακόμα και τα βράχια που μοιάζουν άφωνα και νεκρά, ιδρώνουν κατά μήκος της σιωπηλής όχθης και ριγούν στην ανάμνηση σημαντικών συμβάντων δεμένων με τη ζωή των δικών μου. Η γη δέχεται πιο ερωτικά τα δικά μας από τα δικά σας βήματα γιατί είναι πλούσια από την σκόνη των προγόνων μας {…….}. Ας μεταχειριστεί ο λευκός άνθρωπος το λαό μου με προσοχή, γιατί οι νεκροί δεν έχουν απογυμνωθεί από την εξουσία τους. Οι νεκροί είπα; Δεν υπάρχει θάνατος. Μόνο αλλάζει ο κόσμος.»