Τι μπορεί να υποδηλώνει μια κρίση πανικού;

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Κοινοποιήστε

«Δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω! Μου λείπει το οξυγόνο!»
Άτομο κατά τη διάρκεια μιας κρίσης πανικού

Η κρίση πανικού, ως ψυχολογική διαταραχή, θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μια εναγώνια προσομοίωση προθανάτιου βιώματος. Το άτομο αισθάνεται πως υποφέρει και δυσφορεί ψυχοσωματικά σε τέτοιο βαθμό που νομίζει πως θα πεθάνει. Πολλές φορές το άτομο, κατά την περιγραφή της κρίσης πανικού που βίωσε, ισχυρίζεται ότι «δεν μπορούσε να αναπνεύσει», «αισθανόταν να ασφυκτιά», «ένιωθε σαν να πνίγεται», ότι «δεν είχε οξυγόνο», «μούδιαζαν μέλη του σώματος του», ότι «ένιωθε να χάνει τις αισθήσεις του» και «οι δυνάμεις του το εγκατέλειπαν», ότι «αισθανόταν έντονες αρρυθμίες ή /και ταχυκαρδίες» κλπ.

Αν τα προαναφερθέντα συμπτώματα, όπως αυτά αναφέρονται αυτολεξεί από άτομα που έχουν εκδηλώσει έστω και μια φορά στη ζωή τους κρίση πανικού, ερμηνευτούν στα πλαίσια της πολυεπίπεδης σημασιολογίας τους, θα παρατηρήσουμε πέραν από το ψυχοσωματικό κλινικό τους αποτύπωμα και τις αμιγώς ψυχαναλυτικές ερμηνείες τους (που ξεφεύγουν των στόχων του παρόντος άρθρου), την ψυχοκοινωνιολογική τους νοηματοδότηση.

Πράγματι, τα σύγχρονα δυτικά και εξατομικευμένα άτομα ζουν όλο και πιο συχνά «νεκρές και γυμνές ζωές», χωρίς δράση, χωρίς ενεργητικότητα, χωρίς δημιουργία, χωρίς προσφορά. Η ζωή τους δεν αποκτά γι’ αυτούς κάποιο ιδιαίτερο νόημα, ενώ απουσιάζει από αυτήν κάποιος σκοπός πέραν και έξω από τους ίδιους. Οι συνειδητές επιθυμίες τους περιορίζονται (όταν υπάρχουν), σε ζητήματα που γυρνούν γύρω από τον εαυτό τους, την αυτοπραγμάτωση ή την καλοπέρασή τους. Ο φόβος του θανάτου, ειδικά τη στιγμή ακριβώς που βιώνουν μια κρίση πανικού, συνιστά ταυτόχρονα μια συμβολική μετάθεση του συναισθήματος που κυριαρχεί στην πραγματικότητα της ζωής τους, σε φοβία που τοποθετείται χωρικά λίγο έξω (και χρονικά λίγο μετά) από το ψυχοσωματικό βίωμα της καθημερινής τους ζωής, αλλά και αντίδραση σε μια επίπεδη ζωή, χωρίς διακυμάνσεις και χωρίς μεγάλα πάθη. Με άλλα λόγια θα σημειώναμε ότι η απόσυρση που προσιδιάζει με θάνατο ή με κώμα είναι η ζωή τους και εξοστρακίζουν μέσω της συγκεκριμένης συμπτωματολογίας, το οδυνηρό συναίσθημα που θα προέκυπτε από την συνειδητοποίηση στο παρόν αυτής της «νεκροζώντανης» συνθήκης ύπαρξης. (1)

Στην καθομιλουμένη θα λέγαμε ότι το άτομο φυτοζωεί (;), παρασιτεί (;), «βαριέται που ζει» (;) σίγουρα πάντως συχνά δεν αισθάνεται δημιουργικό, νιώθει πολλές φορές να «σαπίζει» μέσα στην καθημερινότητά του, λειτουργεί παθητικά, είναι πολλές φορές άβουλο και αδρανές μπροστά στις μεγάλες και δύσκολες αποφάσεις, νιώθει ότι η ζωή του δεν έχει σκοπό και νόημα, αισθάνεται κενό, άδειο σε ένα περιβάλλον όλο σκοτάδι και μαυρίλα. Είναι συχνά το άτομο που ξαγρυπνά τις νύχτες ταλανιζόμενο από αϋπνία την στιγμή ακριβώς που θα έπρεπε να ξεκουραστεί για να αναπληρώσει δυνάμεις και ενέργεια για την επόμενη μέρα, ενώ «κοιμάται» την ημέρα, κουρασμένο από την επιτόπια, αδρανή υπερκινητική του αϋπνία. Για τον λόγο αυτό φαίνεται εξουθενωμένο και βυθισμένο στην αδράνεια, ωστόσο οι αντιδράσεις του δεν είναι εκείνες του ήσυχου ύπνου, ενός «zen» το οποίο ορισμένοι συχνά επικαλούνται.

Ποια είναι όμως η συμβολική διάσταση του θανάτου που πανικοβάλλει τόσο; Το μηδέν, η ανυπαρξία! Σε εποχές που η απομάγευση και η αποϊεροποίηση γύρω από ζητήματα θρησκευτικής φύσης και «μετά θάνατον ζωής» έχει ποτίσει «μέχρι το μεδούλι» τα σύγχρονα («κλεισμένα στον κόσμο τους») εγγράμματα άτομα, δεν υπάρχει τίποτα που να τρομάζει περισσότερο από την απώλεια του «μικρού και ασήμαντου», αλλά ταυτόχρονα ναρκισσιστικά υπερτροφικού εαυτού, που «μην αφήνοντας τίποτα πίσω του», θα χαθεί οσονούπω στην απεραντοσύνη της θάλασσας της λήθης. Το ισοπεδωτικό για τον ψυχισμό του ατόμου «μηδέν του θανάτου» αποτελεί κι αυτό με τη σειρά του μια μετάθεση του βιώματος μιας εκμηδενισμένης ζωής, σε μια μεταθανάτια συνθήκη.

Για να το πούμε αλλιώς, αν όπως ισχυρίζεται το λογοπαίγνιο «από το τίποτα ερχόμαστε και στο τίποτα γυρνάμε» και αν όλη η ενδιάμεση φάση, δηλαδή η με βιολογικούς χρόνους οριζόμενη ζωή μας, απαντά στο ερώτημα «Τι κάνουμε;» – «Τίποτα!», τότε ο φόβος του επικείμενου φυσικού θανάτου και η ιδέα της ανυπαρξίας με την οποία συνοδεύεται, συνιστά κι αυτή μια μετάθεση του συναισθήματος της κενότητας στην καθημερινή ζωή του ατόμου. Γιατί τα εξατομικευμένα άτομα της παγκόσμιας θάλασσας των μονάδων ακόμα κι αν ζουν… αισθάνονται πως «δεν υπάρχουν»…

Παραπομπές
(1) Όπως επισημαίνει ο Ζωρζ Περέκ στο Βιβλίο του «Ο Άνθρωπος που κοιμάται», Αθήνα, Θεωρία, 1983 «Δεν κοιμάσαι, αλλά ο ύπνος δεν πρόκειται να ξανάρθει. Δεν είσαι ξύπνιος και δεν θα ξυπνήσεις ποτέ. Δεν είσαι νεκρός και ούτε ο θάνατος θα μπορούσε να σε λυτρώσει…»

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Η Ευγενία Σαρηγιαννίδη εργάζεται ως Ψυχολόγος και είναι Επιστημονική Διευθύντρια του Δικτύου Psy-Counsellors. Η μεταπτυχιακή της εξειδίκευση είναι στην «Ψυχολογία και το Διαδίκτυο». Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων σε θέματα ψυχολογίας, κοινωνίας και πολιτισμού. Πάνω στα ίδια αντικείμενα έχει πραγματοποιήσει πολλές παρεμβάσεις στην συμβατική και διαδικτυακή τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.