Στην επαγγελματική του πρακτική ο ψυχολόγος που ασκεί κλινικό και ψυχοθεραπευτικό έργο έρχεται σε επαφή με ιστορίες ανθρώπων οι οποίες αποτελούν κομμάτια του παζλ της σύγχρονης μεταμοντέρνας δυτικής ζωής και καθημερινότητας, η οποία διακρίνεται συχνά από τα συναισθήματα δυσφορίας που προκαλεί στα άτομα, τον κατακερματισμένο και αποσπασματικό χαρακτήρα της και τις διαρκείς αντιφάσεις της (α-συνέπειες, αν-ισορροπίες).
Το κάθε άτομο με τις δικές του «ιστορίες», συνεισφέρει στην οικοδόμηση μιας καταρχάς θραυσματικού τύπου κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία ζουν άτομα που είτε νιώθουν είτε είναι κατακερματισμένα και τα οποία αισθάνονται ότι δεν μπορούν εύκολα να «ενώσουν τα κομμάτια τους» (ατομικά και συλλογικά) ώστε να παράξουν ένα αποτέλεσμα στη δική τους ζωή καθώς και σε αυτή των συνανθρώπων τους.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι «ιστορίες» (ή τα «αφηγήματα») της σύγχρονης, βιωμένης κοινωνικής πραγματικότητας ειδωμένες μέσα από μια ψυχοκοινωνιολογική (ίσως και ψυχοπολιτική) οπτική, δίνουν το στίγμα της καθημερινής σκέψης και δράσης (ή α-δράνειας) του σύγχρονου μετανεωτερικού, ανταγωνιστικού ατόμου.
Μια τέτοια ατομικότητα προσπαθεί να επιβιώσει να αναδειχθεί, να διακριθεί, να αναγνωριστεί, να επιτύχει, να επικρατήσει επί των συνανθρώπων του, επί του εαυτού του και επί των συνθηκών μέσα στις οποίες ζει ή πάλι, από την άλλη μεριά, επιχειρεί την στροφή προς τον εαυτό, την εσωτερική του αυτοκατανάλωση, συχνά την ίδια την αυτοκαταστροφή του ή ακόμα και την εγκατάλειψη κάθε παραδοσιακής ιδέας αυτοσυντήρησης.
Οι «ιστορίες» αυτές, ως ενδείξεις εξατομίκευσης επιτρέπουν την χαρτογράφηση του εδάφους μιας ανθρωπολογικής περιοχής που τείνει πολλές φορές να καταργεί κάθε τι ανθρώπινο. Θα λέγαμε ότι κάθε μια από αυτές τις προσωπικές ιστορίες συναντούνται νοητά η μία με την άλλη συνθέτοντας το μωσαϊκό της γέφυρας πάνω στην οποία περπατά η ιστορία του παρόντος, διερχόμενη από τη νεωτερική στη μετανεωτερική περίοδο.
Αυτά τα θραύσματα καθημερινής πραγματικότητας επιχειρούν να περιγράψουν τις εσωτερικές αντιφάσεις των ατόμων που αισθάνονται πως γεννήθηκαν και ζουν σε μια εποχή που οι λέξεις απεκδύονται τα έως σήμερα γνωστά τους νοήματα, που κάθε τι μοιάζει να ισχύει εξίσου όσο και το αντίθετό του και που κάθε τι κοινό (μεταξύ των οποίων -και κυρίως- η κοινή λογική), μετατρέπονται σε κάτι αλλότριο και «σχετικό», καθιστώντας την στοιχειώδη επικοινωνία όλο και πιο δύσκολη με τους παραδοσιακά πιο οικείους.
Πρόκειται με άλλα λόγια για μια ανθρωπολογικού τύπου μετάλλαξη οργανωμένη γύρω από ένα θρησκευτικού τύπου σύστημα ελέγχου της κοινωνικής σκέψης˙ ακόμα και εκείνων που σιωπηρά αμφιβάλλουν για την πολιτική ορθότητα.
Στα πλαίσια μιας τέτοιας καθημερινότητας τα συναισθήματα δυσφορίας, μελαγχολίας, απουσίας νοήματος, έλλειψης ενδιαφέροντος και έλλειψης ικανοποίησης, καθώς επίσης το γνωστικό, αλλά και ταυτόχρονα συναισθηματικό χάος και η σύγχυση, η απουσία προσανατολισμού και η αδυναμία στοχοθεσίας και λήψης απόφασης, διευρύνονται σε όλο και μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού, καθώς επίσης αφορούν όλο και περισσότερες ηλικιακές κατηγορίες – κυρίως δε τις νεότερες.
Συγχρόνως, η δυνατότητα οικοδόμησης κοινωνικών σχέσεων και όσο το δυνατόν ισχυρότερων δεσμών, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Τα άτομα σήμερα καλούνται όχι «καταρχάς να τα βρουν με τον εαυτό τους», όπως λέει ένα κυρίαρχο σύνθημα της εποχής, αλλά «να τα βρουν βασικά και κυρίως μόνο με τον εαυτό τους», αφού το κοινωνικό περιβάλλον μοιάζει συχνά αδιάβατο και η μοναξιά αποτελεί πολλές φορές μια αναπόφευκτη «λύση».
Πρόκειται για μια μοναξιά, όχι εν τη φυσική απουσία του άλλου (όπως εκείνη του ερημίτη ή του ασκητή), αλλά η άλλη, η πιο βαριά και δυσβάσταχτη, εκείνη εν τη φυσική παρουσία του άλλου, όπου οι επιπόλαιες κοινωνικές σχέσεις έρχονται και παρέρχονται και τα άτομα πεταλουδίζοντας από τη μια γνωριμία στην άλλη, άλλοτε φαινομενικά ευδιάθετα και ανάλαφρα και άλλοτε με συναισθήματα δυσφορίας, ανίας ή και παντελούς αδιαφορίας, νιώθουν όλο και πιο έντονα να αιωρούνται επάνω από ένα υπαρξιακό κενό που απειλεί καθημερινά την ψυχική, ψυχοσωματική και διανοητική τους λειτουργικότητα.
Θα έλεγε κανείς ότι το μόνο φαινομενικά κοινό σημείο μεταξύ όλων αυτών των «διαφορετικών» ατόμων είναι η κοινή αίσθηση ενός τέτοιου δυσβάσταχτου κενού.
Όλο και περισσότερα άτομα σήμερα ζουν ανάμεσα σε θραύσματα καθημερινής ζωής. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους συνειδητοποιούν ότι ζουν εντός μιας ολοκληρωτικά ελεγχόμενης κοινωνίας που βασίζεται στα προνόμια και το κοινωνικό status.
Οι περισσότερο δυσαρεστημένοι από αυτήν την κοινωνία είναι βέβαια οι πλέον αδύναμοι. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αυτοί παραμένουν αθέατοι και πιθανότατα δεν αντιπροσωπεύουν κάποιον ιδιαίτερο κίνδυνο για το καθεστώς. Αναγκάζονται ωστόσο να συμβιώνουν με την απομόνωση, την περιθωριοποίηση, την κατάθλιψη, τις κρίσεις πανικού, ακόμα δε και με την ιδέα της αυτοχειρίας, ενώ από την άλλη φλερτάρουν συχνά με φαντασιώσεις μεγαλείου, με παραφουσκωμένους ναρκισσισμούς, που επιτρέπουν στα άτομα να δίνουν αυτιστικά ρεσιτάλ ερμηνείας μπροστά στον «καθρέπτη» τους, αντλώντας έτσι ικανοποίηση από ονειρώξεις αυτοπραγμάτωσης και πραγμάτωσης όλων των ειδών των επιθυμιών τους, οι οποίες ενσαρκώνονται μόνο μέσα σε όνειρα εν εγρηγόρσει μιας υπερκινητικής πραγματικότητας, η οποία κατά τα άλλα μοιάζει να βαδίζει σημειωτόν.