Σχετικά με τους τρόπους διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς, θα σημειώναμε ότι οι σημερινοί νέοι απόγονοι όλων εκείνων που θεωρούν ότι πολιτισμικά προέρχονται από τον δυτικό κόσμο, μεγάλωσαν και ανατράφηκαν λίγο ή πολύ, ρητά ή άρρητα και εν μέρει ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές και ιδιαιτερότητες, μέσα σε ένα επιτρεπτικό – «δημοκρατικό» κλίμα.
Ενστερνίστηκαν χωρίς πολλές φορές καν να το συνειδητοποιούν, όλα τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα του συρμού, χωρίς περαιτέρω φιλτράρισμα και επεξεργασία, θεωρώντας πολλά από αυτά δεδομένα και αυτονόητα. Μερικά από αυτά είναι το δικαίωμα στην ανεμελιά της παιδικής ηλικίας, το δικαίωμα στην τεμπελιά του νεανικού βίου, το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή ανάλογη των τυπικών προσόντων και των εφοδίων του κάθε ατόμου και βεβαίως το δικαίωμα στην καλοπέραση.
Προφανώς, το πρόβλημα με όλες αυτές τις ιδέες του δικαιωματισμού δεν βρίσκεται απαραίτητα στο ίδιο το περιεχόμενό τους αυτό καθεαυτό, αλλά στο γεγονός ότι τα άτομα θεωρούν αυτονόητο και δεδομένο ότι τα δικαιώματα αυτά οφείλουν να τους παρέχονται, χωρίς οι ίδιοι είτε να τα προασπίσουν (αν τα έχουν ήδη), είτε να τα διεκδικήσουν, είτε να αγωνιστούν για να δημιουργήσουν τις συνθήκες ζωής που θα καθιστούσαν ρεαλιστική οποιαδήποτε τύπου διεκδίκηση.
Θα λέγαμε ότι η διαπαιδαγώγηση και η ανατροφή που έλαβαν κατά την παιδική τους ηλικία τους παθητικοποίησε αρκετά, ώστε η κοινωνία των παιδαγωγών και κηδεμόνων να μπορεί στην συνέχεια να τους ενοχοποιήσει κατά βούληση και κατά περίπτωση για την αδράνεια, την άγνοια, την αδιαφορία και την απραξία τους.
Πως λοιπόν διαχειρίζεται το σύγχρονο μεταμοντερνίζον κοινωνικό περιβάλλον και εκπαιδευτικό σύστημα την «λύσσα που αισθάνεται το παιδί ενάντια σε όλους όσους δεν ικανοποιούν τις ανάγκες του», για να χρησιμοποιήσουμε μια χαρακτηριστική φράση του Κρίστοφερ Λας, ο οποίος ως κοινωνιολόγος ασχολήθηκε πολύ με τις παθογένειες και τις δυσλειτουργίες της αμερικανικής οικογένειας;
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με τον Μισεά, στις σχετικές παρατηρήσεις που διατυπώνει στο βιβλίο του «Η Αυτοκρατορία του Μικρότερου Κακού», ότι η εκπαίδευση όπως και η διαπαιδαγώγηση ως στόχο έχουν να προσφέρουν στο παιδί τα μέσα να ξεπεράσει τον αρχικό του εγωκεντρισμό και να κατακτήσει σταδιακά την σημασία των Άλλων. Η «σημασία» αυτή αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα το σημάδι και την συνθήκη κάθε πραγματικής αυτονομίας του παιδιού, η οποία συνιστά βάση και απαραίτητη προϋπόθεση της προοδευτικής ψυχολογικής του ωρίμανσης.
Το άτομο για να μπορέσει να ενηλικιωθεί, να γίνει αυτόνομο και ανεξάρτητο, πρέπει προηγουμένως να έχει ενταχθεί στις κοινωνικοποιητικές αλληλουχίες της δωρεάς και της αμοιβαιότητας. Εάν λοιπόν ο γονεϊκός (μητρικός και πατρικός) ρόλος, καθώς επίσης και η εκπαίδευση δεν επιτρέψουν αυτή την εξελικτική διαδικασία της προοδευτικής αυτονόμησης, το άτομο θα βρεθεί αναπόφευκτα εγκλωβισμένο στην αρχική επιθυμία της παντοδυναμίας και συνεπώς, θα στερηθεί όχι μόνον τη δυνατότητα να «μεγαλώνει», αλλά και να οικοδομήσει μια ισορροπημένη σχέση με τον εαυτό και τους άλλους.
Η παντοδυναμία και ο εγωκεντρισμός του θα «βραχυκυκλώνουν» τις διαπροσωπικές του σχέσεις, θα καλλιεργούν αποτυχίες και το άτομο θα φυλακίζεται σε μια γνωστική και συναισθηματική κατάσταση μόνιμης ματαίωσης, απογοήτευσης και έλλειψης ικανοποίησης, εφόσον δεν θα μπορεί να κατανοήσει, αλλά ούτε και συναισθηματικά να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο «κόσμος» (φυσικός και κοινωνικός), δεν τίθεται στην υπηρεσία του και δεν υπάρχει βασικά και κυρίως για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του και να ικανοποιεί τις επιθυμίες του.
Το άτομο θα γίνει έτσι μια «εγωιστική μονάδα» ανίκανη να δώσει, να λάβει και να ανταποδώσει με άλλο τρόπο εκτός από τον πολύ τυπικό. Από αυτήν την άποψη οι διάφορες παθολογίες του εγώ, είτε πρόκειται για την επιθυμία της εξουσίας, που εκδηλώνεται ως τέτοια, είτε υπό τις διάφορες άλλες μορφές, όπως λόγου χάρη η παθιασμένη ανάγκη να γίνει κανείς πλούσιος, ή διάσημος κλπ., οφείλουν να εμφανίζονται ως αυτό που είναι: το αποτέλεσμα μιας μη επιλυμένης εξάρτησης από ιστορίες της παιδικής ηλικίας. Εξάρτηση που οδηγεί αμετάκλητα ένα άτομο να αντιμετωπίζει την ίδια τη δική του ζωή σαν μια ευκαιρία να πάρει μια προσωπική εκδίκηση. Πρόκειται για μια αντίληψη ακρωτηριαστική, αφού μεταβάλλει αυτόματα την ζωή σε απλή καριέρα παθολογικά δομημένη από την επιθυμία να φτάσει κανείς κάπου και να τα καταφέρει ή απλώς από την ανάγκη να ζει διαρκώς τη ζωή σαν μια παράσταση.
Με άλλα λόγια θα σημειώναμε, όπως ισχυρίζεται και ο R. Beauchard σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Elements (No 178, Ιούλιος 2019), σχολιάζοντας το έργο του Κρίστοφερ Λας και πιο ειδικά την «Κουλτούρα του Ναρκισσισμού», ότι το σύγχρονο άτομο βρίσκεται σε μια κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη του βρέφους, που ανακαλύπτοντας ότι έχει αποχωριστεί με το περιβάλλον του αρνείται ασυνείδητα τον αποχωρισμό αναπτύσσοντας ναρκισσιστικές άμυνες απόλυτης ώσμωσης με την μητέρα ή αποδίδοντας στους γονείς παντοδύναμες δυνατότητες με μόνο σκοπό να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του.
Σε αυτόν τον όλο και πιο αφηρημένο κόσμο, η πιο εύκολη στρατηγική του ατόμου είναι ο ναρκισσισμός: συνίσταται στην εγκατάλειψη κάθε εμπειρικής γνώσης και την ενθουσιώδη αποδοχή της εξάρτησης από τις ίδιες απρόσωπες και αφηρημένες δυνάμεις που υποστηρίζουν ότι «αυτός ο κόσμος μοιάζει ακατανόητος». Ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις; Η τεχνολογία και η παγκόσμια αγορά που στηρίζονται πάνω στο φαντασιακό της διαρκούς ανάπτυξης, της προόδου κλπ. Ο ναρκισσισμός σαν στρατηγική επιβίωσης και σαν ψυχολογική άμυνα επιβάλλεται ακόμα περισσότερο όταν όλοι οι θεσμοί τείνουν να διατηρούν αυτό το πρόγραμμα «απαγόρευσης της γνώσης του αυτονόητου», βομβαρδίζοντας τον νάρκισσο με θεραπευτικές φροντίδες που έχουν ως μόνο στόχο να τον πείσουν ότι η κατάσταση μόνιμου άγχους που ζει δεν προέρχεται από τον ακατανόητο χαρακτήρα του κόσμου, αλλά από την μη προσαρμογή του σε αυτόν, άρα από την αδυναμία, ευαισθησία ή ανικανότητά του ίδιου του ατόμου να επιβιώσει, ως εκ τούτου ενοχοποιώντας και πάλι, το ενήλικο άτομο αυτή την φορά, για την αποτυχία του.