Περιφερειακές εκλογές: Διακυβεύματα από τα «κάτω προς τα πάνω»

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Κοινοποιήστε

Το γαλλικό τρίπτυχο της αστικής δημοκρατικής επανάστασης του 18ου αιώνα, η οποία σήμανε το πολιτικό τέλος του φεουδαρχικού κόσμου και των Παλαιών Καθεστώτων (δηλαδή το Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα), ήταν στην πραγματικότητα τετράπτυχο: συμπληρωνόταν από το πρόταγμα της «αδιαιρετότητας», που στις τότε κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες του νεότερου ευρωπαϊκού κόσμου επισφράγιζε την ύπαρξη και την αυτονομία των νεότερων ευρωπαϊκών κρατών. 

Τι έχει απομείνει από αυτά τα προτάγματα; Πως έχουν «καταντήσει» τα νοήματά τους στις συνειδήσεις των σημερινών ευρωπαίων πολιτών; Η «αδιαιρετότητα» τείνει προφανώς να ξεχαστεί εντελώς. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην κρίση των πάλαι ποτέ εθνικών κρατών  που συνοδεύει τη γνωστή μας παγκοσμιοποίηση, ούτε μόνο στους πολιτικούς κατακερματισμούς ή την έμφαση στα δικαιώματα των διαφόρων πραγματικών ή μη μειονοτήτων. Δεν οφείλεται μόνο στη διεθνοποίηση των δυτικών κοινωνιών υπό την πίεση των κανόνων της ελεύθερης αγοράς. Οφείλεται επίσης στα βαθύτερα κοινωνικά και πολιτισμικά επακόλουθα της παραπάνω παγκοσμιοποίησης: υπό το πρόσημο του νομικού ατομικού δικαιωματισμού, της καλλιέργειας της διαφορετικότητας του καθενός και της ηθικοπολιτικής υποχρέωσης της «ανεκτικότητας» που συγκάλυψε με την αδιαφορία την απουσία πραγματικής πολιτισμικής συνοχής και του κοινωνικού ελέγχου επί των ατομικών συμπεριφορών, οι πάλαι ποτέ συνεκτικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις μεταξύ των πολιτισμικά οικείων (των συγγενών με την ετυμολογική σημασία της λέξης, των γειτόνων, των συμπολιτών κλπ.) αποδομήθηκαν σε βάθος. Οι παραδοσιακές ταξικές διαιρέσεις του κοινωνικού σώματος έχασαν την συλλογική, πολιτική τους δυναμική. Το κοινωνιακό πήρε τη θέση του κοινωνικού. Τόσο σε τοπικό, όσο και σε εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο μια εγωκεντρική, εσωστρεφής, ιδεολογική μούχλα κάλυψε τις διαπροσωπικές και διομαδικές σχέσεις. Η δυσανεξία, η μόλις και μετά βίας συγκαλυμμένη οργή που θα ήταν πάντα έτοιμη να ξεσπάσει ακόμα και για επουσιώδεις λόγους σε βίαιες, συμβολικές ή και έμπρακτες συμπεριφορές, η «cool» ψυχρότητα των κοινωνικών σχέσεων που μεταμφιέζει την αποστασιοποίηση και την επιπολαιότητα σε «άνεση», έγιναν ψυχοπολιτισμικά καθεστώς – κάτι συνηθισμένο δηλαδή που πολλοί άνθρωποι βιώνουν καθημερινά σαν να ήταν κάτι «φυσικό». Οι ιδιαιτερότητες του καθενός πραγματικές ή φανταστικές ξεχείλισαν. Έσπασαν το καλούπι των ομοιοτήτων και των κανονικοτήτων, χωρίς το οποίο ωστόσο δεν υπάρχουν κριτήρια ούτε για τις ιδιαιτερότητες, ούτε για τις όποιες πάντα υπαρκτές εξαιρέσεις. Η πολιτική ισότητα, αυτό το ιστορικό συνώνυμο της συλλογικής ελευθερίας, κατάντησε να μεταφράζεται σαν ουτοπική «ισότητα ευκαιριών» ατομικής αυτοεκπλήρωσης σε μια όλο και πιο άνιση κοινωνία.

Μαζί με την κατάρρευση  της κοινής λογικής στην εκτίμηση και στην αξιολόγηση των κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων, η ακραία εξατομίκευση χαρακτηρίζει λοιπόν τόσο την καλπάζουσα ιδιώτευση του καθενός, όσο και την μόνιμα ανταγωνιστική διάθεση αυτού του «καθενός» έναντι του κάθε πραγματικού ή εν δυνάμει πλησίον του. Το πρόταγμα της αλληλεγγύης ή της φιλανθρωπίας που αντικατέστησε με μια συμβατική ευγένεια το θερμό συνεκτικό συναίσθημα της αδελφότητας και του συνανήκειν, γέμισε τις κοινωνικές παραστάσεις του κόσμου «για τους άλλους», τους γύρω μας με τις επιφυλάξεις που θα είχε για τα «σάπια σανίδια» κάποιος που θα βάδιζε στο σκοτάδι πατώντας σε ξύλα πάνω από ένα βαθύ πηγάδι.

Ιστορικά, τέτοιες αντισυνεκτικές και εξατομικευτικές συνθήκες ζωής δεν χαρακτηρίζουν τις ελεύθερες κοινωνίες, αλλά τις καταστάσεις δουλείας. Όσοι σήμερα τις αποδέχονται ή τις επικροτούν, έχουν ήδη συγκροτήσει μια τυπικά δουλική συνείδηση διανθισμένη από τις αξίες της πολιτικής θρησκείας του νομικού δικαιωματισμού που τους καθιστούν απολύτως τυφλούς στην πραγματικότητα.

Η ανασυγκρότηση της κοινωνίας και ιδίως των κοινωνικών και πολιτικών αντιστάσεων δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει αφηρημένα, «εκ των άνω», με τις εκλογές «αντιπροσώπων του λαού» λόγου χάρη, σε ευρωπαϊκό ή σε εθνικό επίπεδο. Ούτε όμως είναι κάτι που μπορεί να γίνει σε μικροτοπικό επίπεδο από γειτονιά σε γειτονιά που θα πολλαπλασίαζε τα άτυπα, εσωτερικά σύνορα που διαιρούν ήδη τις δυτικές αστικές κοινωνίες σε πολεοδομικά γκέτο. Τα ζητήματα της καθημερινότητας, με πρώτο ίσως το αίσθημα της ασφάλειας των πολιτών, χωρίς το οποίο μοιάζει πλέον αδύνατον να αποκατασταθεί η φθαρμένη εμπιστοσύνη των ανθρώπων τόσο προς το κράτος, όσο και ως προς τον τοπικό δήμο ή ακόμα και προς τον γείτονα, απαιτεί την κινητοποίηση «από τα κάτω» μεν και οπωσδήποτε «για τον τόπο σου», αλλά σε ένα επίπεδο γεωπολιτικά ενδιάμεσο, όπως οι Περιφέρειες.

Αξίζει τον κόπο να το προσπαθήσουμε. Να οργανώσουμε νέες συνεκτικότητες και νέα πεδία πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Νέα συλλογικά αναχώματα αποκατάστασης της αδιαιρετότητας.

Διότι τα πολλά λόγια είναι σήμερα περισσότερο φτώχια από όσο ήταν ποτέ. Διότι η βαρβαρότητα, η εξαγρίωση των ηθών, η καθημερινή ανασφάλεια τείνουν να γίνουν με τη σειρά τους καθεστώς. Και διότι στο κάτω κάτω, ούτε η μοιρολατρεία, ούτε η εκλογική προσήλωση σε κάποιο πολιτικό κοπάδι δεν είναι κάτι που ταιριάζει στο ήθος και στη συνείδηση των ελεύθερων σύγχρονων πολιτών.        

Διότι πρέπει εντέλει να επισημάνουμε πως λίγο λίγο, οι πολίτες συνηθίζουν να ανέχονται τα πάντα ως δείγματα, ενδεχομένως και τιμήματα της «προόδου»: 

  • Την μετατροπή των χωρών και των χώρων ζωής σε ξέφραγα αμπέλια, τα σύνορα των οποίων νομοτελειακά εξαφανίζονται ακολουθώντας τις εξελίξεις, έτσι ώστε οι λαοί να χάνουν αδιαμαρτύρητα τη δημοκρατική δυνατότητα να αποφασίζουν πλειοψηφικά και συλλογικά για το πως και με ποιους επιθυμούν να ζήσουν στα εδάφη που θεωρούν ιστορικές τους πατρίδες. 
  • Την μεταβολή της όποιας μικρής ή μεγάλης εξουσίας σε αυτοσκοπό για την εξυπηρέτηση συχνά κάποιων προσωπικών συμφερόντων. 
  • Τη διαφθορά, την αποδυνάμωση των ηθικών και νομικών κανόνων. 
  • Την σταδιακή απαξίωση των θεσμών της παιδείας, της κοινωνικής πρόνοιας και της ίδιας της δικαιοσύνης. 
  • Την απώλεια της ιστορικής μνήμης και των στοιχειωδών κοινωνικών αντανακλαστικών που θα εξασφάλιζαν την επιβίωση της κοινής λογικής και την αδιαπραγμάτευτη εντιμότητα στη διαχείριση των κοινών. 


Η αποκέντρωση, που από το 1986 καθιέρωσε το δεύτερο βαθμό αυτοδιοίκησης, πέραν εκείνων των δήμων και κοινοτήτων που προϋπήρχε, μετέφερε δυστυχώς τα ίδια προβλήματα στην επιλογή των αιρετών περιφερειακών και των συμβούλων τους. Ας θυμίσουμε ότι με αυτή τη διοικητική δομή το πολιτικά αποδυναμωμένο κεντρικό, εθνικό κράτος θα αποκτούσε τουλάχιστον έναν επιτελικό ρόλο ελέγχου των δραστηριοτήτων της αυτοδιοίκησης για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των πολιτών. Όμως, για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους, οι περιφέρειες απέκτησαν επίσης δικαίωμα προκήρυξης δημοσίων έργων αξίας εκατομμυρίων. Και ελλείψει στιβαρών και αξιόπιστων κεντρικών ελέγχων, αυτό ίσως αποτελεί σοβαρό πρόβλημα. Διότι σε μια κοινωνία εθισμένη πλέον στα σκάνδαλα και στα σκανδαλάκια, στις υπόγειες διαδρομές του χρήματος καθώς και στη συστηματική μετάθεση ευθυνών μεταξύ του κεντρικού κράτους, των περιφερειών και των δήμων για τα διάφορα «ατυχήματα» ή τις καταστροφές (πλημμύρες, πυρκαγιές κλπ.) που έρχονται, παρέρχονται και ξανάρχονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, η ανικανότητα, η ημιμάθεια, ίσως και οι ελαστικές συνειδήσεις πολλών αιρετών που προεκλογικά ισχυρίζονται όλοι ότι «επιθυμούν να προσφέρουν στον τόπο τους» και να «λύσουν προβλήματα», αρκούν για να αναιρέσουν όλες τις πραγματικές ή προσχηματικές καλές προθέσεις των υποψηφίων. Άλλωστε, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κάνοντας business as always, οι περισσότεροι μικροί ή μεγάλοι πάσης φύσεως εργολάβοι έχουν κάθε συμφέρον να έχουν «ημέτερους» στα διοικητικά συμβούλια των Περιφερειών και των Δήμων. Και ξέρουν πως να ασκούν κοινωνική επιρροή, άλλοτε άμεσα και «αφ’ υψηλού», άλλοτε μέσα από τους υπονόμους του διαδικτύου…

Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Στο μέτρο που οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι ένας δημοκρατικός θεσμός που ενισχύει πραγματικά την επιθυμητή ενότητα της κοινωνίας ή μια εικόνα της «αδιαιρετότητάς» της σε τοπικό έστω επίπεδο, οι ψηφοφόροι θα πρέπει πράγματι να επιλέξουν χωρίς μυωπίες και αμνησίες, όχι τους διάφορους που με στερεότυπα ρητορικά τερτίπια και βαρύγδουπες δηλώσεις «αγάπης για τον τόπο τους» υπόσχονται διάφορα, αλλά όσους έχουν αποδείξει την ακεραιότητα και την αποτελεσματικότητά τους. Στο κάτω κάτω της γραφής, οι ψηφοφόροι στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν έχουν εκ των προτέρων κανένα λόγο να τις απαξιώσουν απέχοντας από τη διαδικασία. Όπως δεν έχουν κανένα λόγο να ψηφίσουν εκπροσώπους στη βάση των γενικότερων πολιτικών τους προτιμήσεων και ευαισθησιών. «Ψηφίζω για τον τόπο μου» δεν σημαίνει μόνο ότι γυρίζω την πλάτη σε όσους συστηματικά ασχημονούν κατά της ιστορικής μνήμης ή κατά του φυσικού περιβάλλοντος. Σημαίνει επίσης ότι σιωπηρά, αλλά επίμονα επιβραβεύω με την ψήφο μου όσους αγωνίστηκαν πραγματικά στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης για την ευημερία και τις ελευθερίες των πολιτών. Ότι κρίνω τους υποψηφίους από την ποιότητα του λόγου και του έργου τους, συνεπώς ότι αξιολογώ τις υποψηφιότητες μελετώντας συγκεκριμένα βιογραφικά στοιχεία, χωρίς να εγκλωβίζομαι στα αφηρημένα οράματα και τις συνήθεις δηλώσεις «δυναμισμού, συνέπειας και ανιδιοτέλειας» του καθενός. Σημαίνει ότι στηρίζω τις επιλογές μου σε συγκεκριμένες ενδείξεις κοινωνικής προσφοράς, πριν καν ακόμα οι υποψήφιοι αποφασίσουν να ασχοληθούν με τα κοινά. 

Είναι άραγε πολύ να περιμένει κανείς μια τέτοια στάση από τους σημερινούς ψηφοφόρους; Ας ελπίσουμε πως όχι…

Υποψήφια Περιφερειακή Σύμβουλος στη Δυτική Αττική με τον Συνδυασμό «Αττική Ανεξάρτητη Αυτοδιοίκηση, Γιάννης Σγουρός»

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Η Ευγενία Σαρηγιαννίδη εργάζεται ως Ψυχολόγος και είναι Επιστημονική Διευθύντρια του Δικτύου Psy-Counsellors. Η μεταπτυχιακή της εξειδίκευση είναι στην «Ψυχολογία και το Διαδίκτυο». Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων σε θέματα ψυχολογίας, κοινωνίας και πολιτισμού. Πάνω στα ίδια αντικείμενα έχει πραγματοποιήσει πολλές παρεμβάσεις στην συμβατική και διαδικτυακή τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.