Στη δική μας ιστορική περίοδο παρατηρείται αφενός ένα γενικευμένο αίσθημα «συλλογικής κατάθλιψης», που μοιάζει να εκπορεύεται από μια συνολική παρακμή της κοινωνίας και της πολιτικής και πολιτισμικής της υπόστασης, ενώ αφετέρου, τα άτομα παραπονιούνται όλο και πιο συχνά για καταθλιπτικά συναισθήματα διαφόρων διαβαθμίσεων και σοβαρότητας.
Ας συνοψίσουμε λοιπόν κάποια ψυχοκοινωνικά και ψυχοπολιτικά στοιχεία της σημερινής κατάστασης:
Καταρχάς, όσον αφορά την σχέση με την εργασία, μια μεγάλη μερίδα πληθυσμού, κυρίως νέων παραγωγικής ηλικίας, έχει παρασιτοποιηθεί ως προς τις συνθήκες ζωής της και την νοοτροπία της. Επιπλέον, παρατηρείται μια κοντόθωρη εξατομικευμένη αντίληψη της αυτοσυντήρησης, που προοδευτικά οδηγεί σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές τόσο του ατόμου, όσο και της κοινωνίας μέσα στην οποία υπάγεται. Από την άλλη, η οικονομική κρίση στερεί από έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων τις καταναλωτικές δυνατότητες που μέχρι προ ολίγου πολλοί θεωρούσαν αυτονόητες από την ίδια την «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας. Ταυτόχρονα, στο πολιτισμικό και ιδεολογικό επίπεδο, η πολύπλευρη κρίση, όπως βιώνεται ατομικά από τον καθένα, όχι μόνο αφήνει αλώβητους τους τρόπους σκέψης που συνδέονται στενά με τις αιτίες και τα αποτελέσματα της παραπάνω κρίσης (το συναίσθημα της ματαίωσης, της ανασφάλειας, της απογοήτευσης, της αδιαφορίας για τα κοινά κ.α.), αλλά επίσης, εν μέρει, φαίνεται παραδόξως να ενισχύει αυτές ακριβώς τις συλλογικές νοοτροπίες, οι οποίες προεκτείνουν τα πιο πάνω συναισθήματα μέχρι την σφαιρική αντίληψη ενός κοινωνικού και πολιτικού αδιεξόδου.
Τα άτομα, στην προσπάθεια τους να διαχειριστούν ψυχολογικά την προαναφερθείσα κρίση, προσπαθούν συχνά να εκλογικεύσουν την κατάσταση και να αποσιωπήσουν τα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα, εξατομικεύοντας στις ερμηνείες τους τις αιτίες των διαταραχών και των συμπτωμάτων που τους βασανίζουν. Παράλληλα, η άλλη όψη του νομίσματος της ίδιας προσπάθειας εκλογίκευσης των προσωπικών δυσκολιών περιλαμβάνει την προχειρολογούσα απόδοση όλων των ψυχολογικών προβλημάτων και των συναισθημάτων δυσφορίας, σχεδόν αποκλειστικά στην οικονομική και πολιτική κρίση.
Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στο πεδίο της καθημερινής ζωής, η αγχώδης και συνήθως ανταγωνιστική προς τους άλλους, προσπάθεια επίδειξης, γρήγορης αυτοπραγμάτωσης και ανάδειξης της μοναδικότητας του εαυτού με κάθε τρόπο, συνυπάρχει με μια κατάσταση εθνικής και κοινωνικής αποσύνθεσης κάθε συνεκτικού ιστού. Σε αυτές τις συνθήκες, το συναίσθημα της αδιαφορίας και της παραίτησης διευρύνεται παράλληλα με εκείνο της απάθειας, συναντώντας συχνά το αίσθημα της καθημερινής και διαρκούς ματαίωσης της υλοποίησης των προσδοκιών των ατόμων, καθώς και της εκ των προτέρων ακύρωσης κάθε προσπάθειας αντίστασης στην κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική παρακμή.
Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι τότε ακριβώς, η ψυχολογία, όχι μόνον αναδεικνύεται σε «επιστήμη της μόδας», αλλά επίσης φαίνεται να οδηγεί και στην κατασκευή μιας νοοτροπίας (και στην αντίστοιχη συμπεριφορά), «ψυχολογολογίας». Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ανάδειξης είναι η δημιουργία συγχύσεων και παρεξηγήσεων αναφορικά με το αντικείμενο και τον ρόλο της ψυχολογίας σήμερα. Επίσης, οδηγεί σε κακώς εννοούμενες εκλαϊκεύσεις και υπεραπλουστεύσεις εννοιών που μέσω της διόγκωσης, της υπερβολής ή της παραμόρφωσης, δημιουργούν νέους τρόπους σκέψης για το άτομο και την σχέση του με τον εαυτό και τους άλλους.
Έτσι, στις μέρες μας, είναι πολύ πιθανό 9 στις 10 φορές που κάποιος θα παρευρίσκεται σε μια συζήτηση, που θα παρακολουθήσει μια εκπομπή κοινωνικού ενδιαφέροντος ή που θα συνομιλήσει με οικείους, να ακούσει να μιλούν για θέματα ψυχολογίας. Ο λόγος της ψυχολογίας (αλλά και ο λόγος «για την ψυχολογία»), έχει παρεισφρήσει στον τρόπο έκφρασης όλων των ατόμων, σχεδόν όλων των ηλικιών, διαμορφώνοντας την σκέψη τους και επηρεάζοντας την στάση τους απέναντι στον εαυτό τους και στις κοινωνικές ομάδες στις οποίες υπάγονται. Η διαδικασία αυτή στην κοινωνική ψυχολογία καλείται «ψυχολογιοποίηση»(1) και είναι χαρακτηριστική της καθημερινής απλοϊκής ψυχολογίας. Η έννοια αυτή προσδιορίζει την κατασκευή στη σκέψη του ατόμου που προσπαθεί να ερμηνεύσει ένα κοινωνικό γεγονός ή μια συμπεριφορά, ενός δεσμού αιτιότητας ανάμεσα στην παρατηρούμενη κοινωνική συμπεριφορά και τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του προσώπου που υποτίθεται ότι προκάλεσαν το κοινωνικό γεγονός ή την συμπεριφορά αυτήν.
Δυστυχώς όμως, έτσι λειτουργεί πολλές φορές και ο επίσημος λόγος των περισσοτέρων επαγγελματιών ψυχολόγων, όταν έχουν να αντιμετωπίσουν το αυξανόμενο αίτημα για ψυχολογική υποστήριξη, που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, στο δυτικό τουλάχιστον κόσμο, διατυπώνεται καταρχάς από τον εγγράμματο και πληροφορημένο πολίτη, ο οποίος απευθύνεται στον ψυχολόγο για βοήθεια περιγράφοντας τα συμπτώματα της δυσφορίας του, με τις λέξεις «κατάθλιψη», «άγχος» και «κρίσεις πανικού».
Στο παρόν άρθρο λοιπόν θέλουμε να αναφερθούμε στο σκέλος της περιρρέουσας «καταθλιψολογίας», η οποία χρησιμοποιείται καταχρηστικά, ως γενικευμένο ερμηνευτικό πλαίσιο για κάθε αντίδραση και συμπεριφορά που εκδηλώνει κάποια δυσφορία ή εκφράζει κάποια αρνητικά συναισθήματα. Μέσω αυτών των αναφορών στοχεύουμε παρεμπιπτόντως να στηλιτεύσουμε την επιστημονοφανή εμπορευματοποίηση της κατάθλιψης από ένα τμήμα ειδικών ψυχικής υγείας, οι οποίοι τείνουν να «αντιμετωπίζουν την αντιμετώπισή της» είτε με ταυτολογίες, όπως ακριβώς ο κομπογιαννίτης γιατρός στον «κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου, είτε πρόχειρα και επιφανειακά, περιγράφοντας συμπτώματα και προτείνοντας συνταγές καλής διαχείρισης των συναισθημάτων δυσφορίας με «ψυχοθεραπευτικές ασκησούλες» και ευχολόγια (τύπου «Μην το σκέφτεσαι, θα περάσει κλπ.»), είτε τέλος εργαλειακά, με αναφορές στη βιοχημική λειτουργία του εγκεφάλου, συνεπώς χορηγώντας φάρμακα για την καταστολή των συμπτωμάτων. Παράλληλα, οι περισσότεροι από τους ειδικούς ψυχικής υγείας μοιάζουν είτε να αγνοούν, είτε να αδιαφορούν για τις βαθύτερες αιτίες που ενδεχομένως θα ερμήνευαν καλύτερα τους λόγους για τους οποίους η κατάθλιψη εκδηλώνεται με τόσο μεγάλη συχνότητα στις μέρες μας σε όλο το δυτικό κόσμο˙ και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.
Πράγματι, αν κάποιος εξοικειωμένος με το διαδίκτυο πατήσει σήμερα την συλλαβή «κα» στην μηχανή αναζήτησης google, είναι πολύ πιθανό να του προταθεί πρώτη η αναζήτηση γύρω από την λέξη «κατάθλιψη». Τα πρώτα άρθρα που θα συναντήσει είναι ενδεικτικά του τρόπου προσέγγισης της πλειοψηφίας των άρθρων που θα μπορούσε να διαβάσει κάποιος για την κατάθλιψη. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε: «Τα 9 συμπτώματα της κατάθλιψης …», «10 αλήθειες για την κατάθλιψη», «Κατάθλιψη: 12 κόλπα για να την αντιμετωπίσετε…», «Κατάθλιψη και φαρμακευτική αγωγή», «10 ερωτήσεις για τα χάπια της ευτυχίας»…
Όμως τίθεται το ερώτημα: που οφείλεται η μαζική αύξηση των εκδηλώσεων ψυχοσωματικής δυσφορίας των ατόμων του δυτικού κόσμου; Οι ανωτέρω προοπτικές μοιάζουν να θέλουν να αγνοήσουν ένα τέτοιο ερώτημα. Συνήθως, το άτομο που δυσφορεί φαίνεται επίσης να κατατρύχεται από κάποια «συναισθήματα κατωτερότητας» και έλλειψης ικανοποίησης. Θα ξαναρωτήσουμε όμως: Που οφείλεται αυτή η εντυπωσιακή αύξηση των ψυχικών διαταραχών που συνδέονται με την αδυναμία άντλησης ικανοποίησης από την καθημερινή ζωή;
Ας θυμηθούμε την «προϊστορία της μετανεωτερικότητας»: ένα από τα πρώτα και πιο διάσημα rock τραγούδια των αρχών της δεκαετίας του ’60 – ’70 ήταν το «I can get no satisfaction» των Rolling Stones. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κοινωνιοψυχολογικά τα «συναισθήματα κατωτερότητας» έλκουν την δυναμική τους από το συμμετρικά κρυμμένο αντίθετό τους: μια χωρίς όρια φαντασιακή παντοδυναμία του ατόμου, που εκπορεύεται από τον μεθοδολογικό ατομισμό στους τρόπους σκέψης (καλλιέργεια της ανταγωνιστικότητας, της ατομικής διάκρισης πάση θυσία, των φιλελεύθερων ιδεολογημάτων περί των ίσων ευκαιριών αυτοπραγμάτωσης «εδώ και τώρα» κλπ.). Προέρχονται όμως επίσης από την απουσία εκ μέρους του ενήλικου περιβάλλοντος της συστηματικής εγχάραξης κοινωνικών πλαισίων περιορισμού του συναισθήματος της παιδικής παντοδυναμίας, με προοδευτική συνειδητοποίηση της απώλειας (για το μικρό παιδί και μέσω διαδικασιών «πένθους»), που οδηγεί το μωρό να καταλάβει ότι, όχι μόνον δεν βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου, αλλά και ότι η πραγματικότητα σε όλες τις μορφές της υπάρχει πριν, έξω και πέραν από το κάθε ανθρώπινο άτομο, συνεπώς και από το ίδιο. Η απουσία αυτού του πλαισίου διαπαιδαγώγησης και μεθοδολογικών προτύπων σκέψης χαρακτηρίζει τις μεταμοντέρνες δυτικές κοινωνίες.
Αξίζει να σημειώσουμε όμως την παρατήρηση του Λας στην «Κουλτούρα του Ναρκισσισμού»(2): Εάν η εκπαίδευση έχει ένα νόημα, είναι ακριβώς επειδή προσφέρει στο παιδί τα μέσα να ξεπεράσει τον αρχικό του εγωκεντρισμό και να κατακτήσει σταδιακά αυτή την σημασία των (πραγματικών, ιστορικών) άλλων. Η κατάκτηση αυτή αντιπροσωπεύει ταυτοχρόνως το σημάδι και τη συνθήκη κάθε πραγματικής αυτονομίας του ατόμου ή πράγμα που είναι περίπου το ίδιο, κάθε ψυχολογικής ωριμότητας. Αυτή η έννοια της ωριμότητας, που είναι η παραδοσιακή βάση κάθε σοφίας, υποθέτει ότι είναι πιθανό με τον χρόνο και την εμπειρία να ξεπεράσει κανείς τον αρχικό εγωισμό της νεότητας. Εάν όμως το άτομο παραμείνει για καιρό εγκλωβισμένο σε αυτό το καθεστώς ψυχολογικής ανωριμότητας, τότε ευλόγως μπορούμε να υποθέσουμε ότι για το άτομο αυτό, ο δρόμος προς την εμφάνιση μιας ψυχικής διαταραχής και των αντίστοιχων συμπτωμάτων είναι ανοιχτός.
Συζητώντας για την κατάθλιψη δεν θα μπορούσαμε όμως να αποσιωπήσουμε την ψυχαναλυτική προοπτική επί του θέματος:
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί λοιπόν κανείς, τι θα απαντούσε ο ψυχολόγος που έχει μια σοβαρή κλινική και ψυχαναλυτική παιδεία, σε κάποιο κύριο ή κυρία που τον επισκέπτεται λέγοντας του ότι νομίζει πως πάσχει από κατάθλιψη. Προφανώς τίποτα, διότι δεν πρόκειται για μια ερώτηση! Το πιο πιθανό θα ήταν να ζητήσει να του εξηγήσει ο «ασθενής» τι θα ήθελε να πει και να περιγράψει με τον όρο κατάθλιψη. Το να πει κάποιος σε έναν κλινικό ψυχολόγο ότι «πάσχει από κατάθλιψη» δεν έχει νόημα, παρά μόνον εάν, ξεκινώντας από αυτό το σημείο, το άτομο που ζητά βοήθεια αρχίσει να συνδέει μεταξύ τους διάφορα γεγονότα, βιώματα, σκέψεις και συναισθήματα, προσπαθώντας έτσι να πει τι του συμβαίνει και τι τον οδήγησε στον ψυχολόγο. Διότι ως γνωστόν δεν υπάρχει άδειο χωρίς γεμάτο. Δεν υπάρχει πεδιάδα χωρίς βουνό. Συνεπώς, το να μιλήσει κάποιος για την κατάθλιψη είναι περίπου ένας τρόπος να εκφράσει ότι δεν βρίσκεται πλέον σε ένα ίσωμα.
Θα μπορούσαμε άραγε να υποθέσουμε ότι αυτό το άτομο, ήδη πριν απευθυνθεί στον ψυχολόγο, έπασχε από κατάθλιψη χωρίς να το γνωρίζει; Πράγματι, είναι πιθανό, όταν κάποιος αισθάνεται το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του, να αντιδρά με μια έντονη δραστηριότητα για να μην πέσει σε κάποια μορφή υπαρξιακής αγωνίας. Εντούτοις ο κίνδυνος αυτός ελλοχεύει πάντα για όλους, όσο και αν με διάφορους τρόπους προσπαθούμε να τον αποφύγουμε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της περίπτωσης αυτής είναι οι περιπτώσεις των ανθρώπων που υποφέρουν από αϋπνία.
Καταρχάς λοιπόν θα πρέπει να διευκρινίσουμε το περιεχόμενο και το νόημα που δίνουμε στον όρο κατάθλιψη:
Υπάρχει βεβαίως η καθημερινή στεναχώρια, δηλαδή οι στιγμές θλίψης που όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν. Συχνά οι άνθρωποι αισθάνονται θλιμμένοι, στενα-χωρημένοι, άσχημα με τον εαυτό τους, χωρίς ενέργεια, ανόρεχτοι για τα περισσότερα πράγματα, αδιάφοροι, με διάθεση μόνο να κοιμηθούν… Γνωρίζουν όμως μέσα τους ότι μετά από κάποιες μέρες ξεκούρασης τα πράγματα θα είναι καλύτερα.
Στην άλλη άκρη υπάρχουν οι μεγάλες καταθλιπτικές καταστάσεις, γνωστές στην ψυχιατρική υπό το όνομα της μελαγχολίας. Πρόκειται για καταστάσεις μείζονος κατάθλιψης από τις οποίες είναι αδύνατον να βγει κανένας μόνος του και χωρίς εξειδικευμένη βοήθεια, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μία σχεδόν απόλυτη απουσία διάθεσης λεκτικής επικοινωνίας.
Υπάρχουν στην πραγματικότητα λίγες σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις δυο πολύ διαφορετικές καταστάσεις (απλής στεναχώριας και μελαγχολίας), ανάμεσα στις οποίες βρίσκουμε όλες τις διαβαθμίσεις. Εντούτοις, υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε σχηματικά ως μια δομικού τύπου σχέση. Και στη μία περίπτωση και στην άλλη, σε μια δεδομένη στιγμή, το άτομο έχασε τις (συναισθηματικές) «επενδύσεις του στα αντικείμενα». Ο εξωτερικός κόσμος, δηλαδή οτιδήποτε σπρώχνει το άτομο να δράσει, να εργαστεί, να αγαπήσει, συρρικνώνεται και μπορεί ακόμα και να εξαφανιστεί. Το πιο φανερό παράδειγμα είναι σε αυτήν την περίπτωση το πένθος. Όταν κάποιος χάνει ένα αγαπητό πρόσωπο υπάρχει ένα αίσθημα κενού: κάτι το αναντικατάστατο έχει οριστικά χαθεί. (Στο σημείο αυτό βλέπουμε την σχέση της μοναξιάς με την κατάθλιψη, κατάσταση που συχνά συναντάται σε υπερήλικα άτομα, που ζουν μόνα τους, αλλά προφανώς όχι μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις). Αυτή η εμπειρία αποτελεί θεωρητικά το πρότυπο της κατάθλιψης. Συνήθως, μετά από λίγο ή πολύ καιρό τα περισσότερα άτομα καταφέρνουν να υπερβούν, να ξεπεράσουν και να διαχειριστούν το πένθος. Κάποιοι άλλοι όμως δεν τα καταφέρνουν… Οφείλουμε επομένως να αναρωτηθούμε γιατί συμβαίνει αυτό.
Με απλά λόγια θα απαντούσαμε: Είτε μας αρέσει είτε όχι, η κατάθλιψη αποτελεί τμήμα της ζωής. Πολλές φορές τα άτομα ζητούν από τον ειδικό ψυχολόγο στον οποίον απευθύνονται «να κάνει κάτι ώστε» να μην αισθάνονται πλέον αρνητικά συναισθήματα, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι τα αρνητικά συναισθήματα είναι και αυτά μέσα στη ζωή, όπως και τα θετικά και δεν μπορεί κάποιος να απευαισθητοποιηθεί ως προς τα μεν, χωρίς να συμβεί το ίδιο προς τα δε.
Η πρώτη κατάθλιψη για την οποία η Melanie Klein μίλησε πολύ συστηματοποιώντας ένα παράδειγμα του Φρόυντ, δημιουργείται τη στιγμή όπου το μικρό παιδί αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα του δεν του είναι απολύτως και αποκλειστικά αφιερωμένη. Υπάρχει πάντα μια στιγμή όπου αισθάνεται την ανάγκη της και όμως αυτή απουσιάζει, έστω και για ένα λεπτό. Εκείνην την στιγμή η απουσία της μητέρας για το παιδί είναι ακατανόητη και γι’ αυτό υποφέρει και εμφανίζει ένα είδος «κατάθλιψης»: αρχίζει να κλαίει. Αυτή η εμπειρία είναι βασική και σύμφυτη με τη ζωή, καθώς και με τις εμπειρίες της κοινωνικοποίησης. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ζωή χωρίς κατάθλιψη. Δεν υπάρχει παρουσία χωρίς απουσία. Δεν υπάρχει έρωτας χωρίς ερωτική απουσία. Αλλά όλο το ερώτημα είναι να ξέρουμε γιατί αυτή η εμπειρία που συγκροτεί την ψυχική επένδυση του κόσμου γίνεται σε μια συγκεκριμένη στιγμή για ένα συγκεκριμένο άτομο αφόρητη.
Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν αξίζει τον κόπο να προσπαθεί κανείς να αποφύγει συστηματικά τις καταθλιπτικές καταστάσεις. Θα σημειώναμε μάλιστα ότι αν δεν υπήρχαν αυτές οι περίοδοι ηθικού και συναισθηματικού πόνου, δεν θα υπήρχαν ούτε στιγμές ανάτασης, όπου μπορούμε να φανταστούμε νέες διεξόδους, να εφεύρουμε πράξεις και δραστηριότητες για να προχωρήσουμε τη ζωή μας. Οι «πεδιάδες και τα βουνά», στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, εντάσσονται μέσα σε αυτή τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε στιγμές που αισθανόμαστε συναισθήματα κενού και σε στιγμές που νιώθουμε πληρότητα και που η ζωή μπορεί να προχωρήσει, «ακόμα κι αν χρειαστεί να τραβήξει την ανηφόρα»… Ευθεία είναι μόνο η γραμμή της «ζωής» (δηλαδή της κατάστασης) των νεκρών.
Αντίθετα, όταν πρόκειται για μια νεύρωση, η παραπάνω διαλεκτική δεν λειτουργεί πλέον και η καταθλιπτική κατάσταση μπορεί τότε να γίνει σχεδόν μόνιμη. Στην περίπτωση αυτή, κάθε φορά που το άτομο έχει τη δυνατότητα να δράσει και να ζήσει, υπάρχει «κάτι», συχνά ανεξήγητο από το ίδιο το άτομο, «κάτι που δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις να περιγράψει», «κάτι» που το «τραβάει προς τα πίσω», «κάτι» που το εμποδίζει να κάνει αυτό που επιθυμεί, «κάτι» τελικά που εμποδίζει το άτομο να ζήσει. Η κατάθλιψη καθίσταται τότε μια μόνιμη κατάσταση της ζωής του. Αισθάνεται μια θλίψη, μια ψυχική οδύνη της οποίας δεν αντιλαμβάνεται την αιτία και την πηγή και που μπορεί να συνοδεύεται από μια απώλεια της εκτίμησης για τον εαυτό. Σε αυτές τις συνθήκες, ο άνθρωπος που ταλανίζεται από κάποια μορφή κατάθλιψης αισθάνεται «άχρηστος», «ότι δεν είναι σαν τους άλλους», «μόλις προσπαθεί να κάνει κάτι, καταφέρνει μόνο να τα κάνει θάλασσα»… Στην προέκταση του παιδικού άγχους, (σε συνθήκες ακόμα και προσωρινού αποχωρισμού από την μητέρα του), το ενήλικο πλέον καταθλιπτικό άτομο αισθάνεται «ανάξιο να αγαπηθεί». Δεν έχουμε πια να κάνουμε με μια ελαφριά καταθλιπτική διαταραχή, αλλά με μια πραγματική καταθλιπτική τάση.
Κάθε φορά που ο νευρωτικός έχει κάποια ευκαιρία ανάτασης, μιας συνάντησης, μιας νέας δουλειάς, κινείται προς αυτό το «πράγμα» που επιθυμεί, υπονομεύοντας συγχρόνως την προσπάθειά του: Με κλινικούς αναλυτικούς όρους είναι αυτό που αποκαλείται αμφιταλάντευση: με την ίδια ορμή αγαπάμε και μισούμε ταυτοχρόνως. Υπάρχει στον ίδιο χρόνο, το ίδιο πράγμα και το αντίθετό του. Η αίσθηση μιας μόνιμης αντίφασης. Και δεν πρόκειται απλώς για ένα συναίσθημα φόβου της αποτυχίας. Είναι κάτι πιο υποκειμενικό από την αίσθηση της αποτυχίας. Διότι το άτομο μπορεί πραγματικά να πετυχαίνει, μπορεί λόγου χάρη να γράψει ένα βιβλίο ή να διακριθεί ως ηθοποιός, αλλά θα κάνει ότι μπορεί για να μην αντλήσει από την επιτυχία του κανένα συναισθηματικό όφελος ή ικανοποίηση. Ενδεχομένως, όσο περισσότερο πετυχαίνει, τόσο περισσότερο θα αισθάνεται δυστυχής. Στο τέλος, η ίδια η επιτυχία, του γίνεται ανυπόφορη. Θα λέγαμε ότι υπάρχει κάτι σαν μίσος του υποκειμένου για τον εαυτό του. Όσο το άτομο πετυχαίνει (ή έστω «τα καταφέρνει»), νιώθει συγκεχυμένα ότι πρέπει να ξεπληρώσει τις επιτυχίες του με την ψυχική ασθένεια και με τα συμπτώματά της. Το πρόβλημα αυτό θα τεθεί πλέον σοβαρά την ημέρα που για κάποιο λόγο οι επιτυχίες σταματούν. Είναι τότε που μπαίνει σε μια έντονη καταθλιπτική φάση.
Επί παραδείγματι, η παραπάνω κατάσταση παρατηρείται συχνά στα ζευγάρια: η σχέση μοιάζει πετυχημένη αποτυγχάνοντας αδιάκοπα με απανωτούς χωρισμούς και ξανασμίγοντας διαρκώς. Είναι ένας τρόπος να διατηρεί ένα ζευγάρι τη σχέση του φτάνοντας σε μια κάποια ισορροπία. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι, όταν κάποια στιγμή ο ένας από τους δυο αποφασίζει ότι δεν έχει πια όρεξη να παίξει αυτό το παιχνίδι και αποσύρεται από τη σχέση οριστικά, ο άλλος κατά πάσα πιθανότητα θα ζητήσει τότε ραντεβού από ψυχολόγο. Αυτό συμβαίνει διότι ο ένας εκ των δύο έχει καταφέρει να βρει έναν συμβιβασμό ανάμεσα σε δυο αντίθετες τάσεις που του επέτρεπαν να διατηρεί μια μορφή σχέσης με τον άλλον- και να τώρα ο άλλος που έπαιζε το ίδιο παιχνίδι με αυτόν, δεν επιθυμεί να συνεχίσει.
Από ψυχαναλυτικής άποψης, αυτό το είδος στάσης συναντά και πάλι κάποιες παιδικές συμπεριφορές. Το άτομο μένει μπλοκαρισμένο σε αυτό το επίπεδο της ανάπτυξης του, όπου το παιχνίδι ήταν το μέσο που είχε για να καταλάβει τον κόσμο. Δίνω και ξαναπαίρνω… Εάν δώσουμε ένα αντικείμενο σε ένα παιδί ενός έτους, συχνά το πετάει. Του το ξαναδίνουμε, το ξαναπετάει. Εάν σταματήσουμε να του το δίνουμε το αποζητάει. Εάν του το ξαναδώσουμε, το ξαναπετάει. Αυτή η εμπειρία του «πήγαινε έλα», που περιγράφεται από τον Φρόυντ σε μια διάσημη παρατήρηση παιδιών, είναι η πρώτη προσπάθεια για να καταλάβει το μικρό παιδί πως γίνεται ώστε τα πράγματα που έχει περί πολλού – η μαμά του παραδείγματος χάρη – να εξαφανίζονται και να επανεμφανίζονται ακατάπαυστα. Πρόκειται για ένα πρωτόλειο συμβολικό παιχνίδι, το αντικείμενο της παράστασης του οποίου είναι οι διαδοχικοί αποχωρισμοί και επανεμφανίσεις της μητέρας. Εάν για κάποιο λόγο το παιδί δεν καταφέρει να ξεπεράσει αυτό το στάδιο, είναι επειδή η μητέρα του είναι διαρκώς παρούσα ή αντίθετα, πολύ συχνά απούσα˙ είναι αυτή η υπερβολή που είναι τραυματική και η οποία ενδεχομένως θα δημιουργήσει αυτό που ψυχαναλυτικά αποκαλείται «καθήλωση», καθώς επίσης θα προκαλέσει είτε προσκόλληση στο πρόσωπο της διαρκώς παρούσας μητέρας, είτε αντίθετα, στην περίπτωση της υπερβολικής απουσίας, τις αντιδράσεις μόνιμης αγωνίας ή/και πένθους. Το άτομο σε αυτές τις περιπτώσεις θα εμφανίσει δυσκολίες στη σύναψη συναισθηματικών δεσμών και θα συνεχίσει όλη τη ζωή του να παίζει με τον Άλλο, όπως έπαιζε με το αντικείμενο που αναφέραμε παραπάνω, στα πλαίσια του πρωτόλειου συμβολικού παιχνιδιού. Αν επομένως, ο Άλλος μια μέρα δεν επανέλθει, το άτομο κατά πάσα πιθανότητα θα μπει σε μια καταθλιπτική κατάσταση.
Τι θα μπορούσε λοιπόν να κάνει ή να προτείνει μια ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, ώστε να το βοηθήσει;
Καταρχάς, ο ειδικός ψυχολόγος οφείλει να δημιουργήσει τις συνθήκες, όπου ο «ασθενής» θα μπορέσει σταδιακά, αφενός να διατυπώσει, αφετέρου να αναβιώσει μέσα από τον λόγο και άλλες συμβολικές πρακτικές, στη σχέση του με τον ψυχολόγο, αυτό που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε διατυπωθεί, συνεπώς, δεν ήταν συνειδητό. Το άτομο θα «παίξει με τον ψυχολόγο», όπως παίζει με τους άλλους. Αλλά ο ψυχολόγος, εφόσον κάνει σωστά τη δουλειά του, είναι εκεί ώστε να πλαισιώσει την προσπάθεια του ατόμου, όχι όπως οποιοσδήποτε άλλος από το οικείο περιβάλλον του, όχι όπως ένα οποιοδήποτε ευήκοον ους, ούτε όμως όπως ένας οποιοσδήποτε «εξομολογητής». Ο ειδικός ψυχολόγος είναι αυτός που, ενσωματώνοντας στην παρέμβασή του μια έγκυρη επιστημονική μεθοδολογία προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ψυχολογικής υποστήριξης του εκάστοτε «ασθενούς», θα μπορέσει σταδιακά, μέσα από διαδοχικές συνεδρίες, να οικοδομήσει τις συναισθηματικές, διανοητικές και κοινωνικές συνθήκες που θα επιτρέψουν στο άτομο να ανακαλύψει «καινούρια πράγματα» για τον εαυτό του, να επανανοηματοδοτήσει την σχέση του με τον εαυτό του και τους Άλλους, ώστε να εγκαταλείψει προοδευτικά το στάδιο στο οποίο έχει καθηλωθεί, γιατί δεν θα του είναι πλέον χρήσιμο και αναγκαίο.
Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση του μικρού παιδιού που «πετάει μακριά το αντικείμενο κι αυτό εξαφανίζεται οριστικά». Στα πλαίσια της ψυχαναλυτικής προοπτικής, θα πει στον εαυτό του: «Εγώ φταίω είμαι ο υπεύθυνος. Έσπασα το παιχνιδάκι μου, την κούκλα μου, την μαμά μου. Πέταξα την μαμά μου και εξαφανίστηκε, πέθανε». Θα βρεθεί τότε αντιμέτωπο με μια φοβερή ενοχή. Ότι και να κάνει είναι καταδικασμένο στα δικά του μάτια. Δεν πρόκειται εδώ πλέον για απλή κατάθλιψη, αλλά για μελαγχολία. Στην περίπτωση αυτή, το άτομο γίνεται για τον εαυτό του το δικό του «κακό αντικείμενο». Κατέστρεψε τη μάμα του, αλλά η κατεστραμμένη μαμά έχει εν-σωματωθεί μέσα στον ίδιο τον εαυτό του και θα συνεχίσει να «πετάει τον εαυτό» στην υπόλοιπη ζωή του, μέχρι τουλάχιστον να υπερβεί αυτή την κατάσταση με τη βοήθεια μιας αξιόπιστης ψυχολογικής θεραπείας.
Η ψυχιατρικώς οριζόμενη μελαγχολία μπορεί να οδηγήσει σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις ψυχικού διχασμού ακόμα και μέχρι την σχιζοφρένεια. Ξεκινήσαμε από την ελαφριά κατάθλιψη για να καταλήξουμε στην ψύχωση. Από ψυχαναλυτικής άποψης και πάλι, δεν υπάρχει σαφές σύνορο ανάμεσα σε αυτές τις διάφορες ψυχικές καταστάσεις. Βεβαίως, υπάρχει ένα πρόβλημα σχέσης με τον εξωτερικό κόσμο. Διότι όταν κάποιος γίνεται αυτοκαταστροφικά το δικό του αντικείμενο καταδίωξης, δεν υπάρχει πια κανένας άλλος. Από αυτήν την οπτική γωνία, η κατάθλιψη είναι μια κατάσταση βαθιά ναρκισσική. Ο καταθλιπτικός μοιάζει λίγο με ένα πληγωμένο ζωάκι που γλύφει την πληγή του. Όλος ο κόσμος ξέρει ότι οι άνθρωποι που έχουν κατάθλιψη δεν μιλούν παρά για τον εαυτό τους, αλλά ενώ στον νευρωτικό υπάρχει μια έκκληση για βοήθεια, ο μελαγχολικός είναι απολύτως μόνος, δεν υπάρχει κανένας άλλος. Δεν υπάρχει παρά αυτός ο ίδιος. Ζει σαν μέσα σε ένα αυγό που έχει κοπεί στα δύο.
Τελικά, θα σημειώναμε ότι όλα όσα προαναφέραμε περί των διάφορων καταστάσεων που αφορούν την κατάθλιψη, το άγχος, την έλλειψη αυτοεκτίμησης, τη δυσκολία στη σύναψη δεσμών, το συναίσθημα ψυχοσωματικής δυσφορίας, τις ενοχές, τις δυσκολίες διαχείρισης του αποχωρισμού, την προσκόλληση, τις έμμονες ιδέες, είναι μέσα στις συνήθεις διακυμάνσεις της ζωής και δεν αποτελούν απαραίτητα μόνιμες ψυχικές καταστάσεις, εκτός από κάποιες πολύ σπάνιες περιπτώσεις. Για να μην γίνουν όμως μόνιμες καταστάσεις και για να μην μετεξελιχθούν σε σοβαρότερες ψυχικές ή ψυχοσωματικές διαταραχές, πρέπει να αντιμετωπίζονται εγκαίρως, συστηματικά και με έγκυρο τρόπο. Το πρόβλημα εμφανίζεται ακριβώς όταν το άτομο βρίσκεται παγιδευμένο στην ακινησία των κύκλων της επανάληψης. Το αντικείμενο της δουλειάς με τον ψυχολόγο στα πλαίσια μιας ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης είναι να ζωογονήσει αυτό που είναι παγωμένο και ακίνητο, να ελευθερώσει κάτι που επιτρέπει στο άτομο να βγει από τον κύκλο και από την παγωμένη δομή, δηλαδή από την μηχανική επανάληψη. Τελικά, να ζήσει τις στιγμές της διακύμανσης με «τα πάνω και τα κάτω της», χωρίς αυτό να έχει συνέπειες άλλες πέραν του να ωθήσει τη ζωή προς το άνοιγμα του μέλλοντος.
Ολοκληρώνοντας μια τέτοια ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, μπορούμε άραγε να ισχυριστούμε ότι ο ασθενής θεραπεύτηκε; Ας πούμε καλύτερα ότι τα συμπτώματα του αλλάξανε. Έτσι, η οδύνη που αισθανόταν ως ανυπόφορη, που τον εμπόδιζε να δημιουργήσει μια ικανοποιητική σχέση με κάποιον άλλο, μια ερωτική ας πούμε σχέση, ίσως δεν εξαφανίστηκε, αλλά μετεβλήθη. Απελευθερώθηκε. Υφίσταται λιγότερο αυτά τα συμπτώματα τα οποία τα ίδια εξάλλου θα έχουν αλλάξει. Συνεπώς, από την άποψη του, ναι έχει «θεραπευτεί». Αλλά προφανώς αυτό δεν πάει να πει ότι δεν υπάρχουν πλέον συμπτώματα. Άλλωστε, τι θα σήμαινε μια τέτοια ανυπαρξία συμπτωμάτων;
Παραπομπές
(1) Παπαστάμου, Σ. (1989). Ψυχολογιοποίηση. Επιπτώσεις των Ψυχολογικών Ερμηνειών στα Φαινόμενα Κοινωνικής Επιρροής. Αθήνα: Οδυσσέας
(2) Λας, Κ. (2002). Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού. Σκόπελος: Νησίδες