Παιδοφιλία – παιδεραστία. Μια συνοπτική βιβλιογραφική επισκόπηση.

Κοινοποιήστε

Παιδοφιλία: ο ορισμός

Τα τελευταία χρόνια, αναμφίβολα, όλο και πιο συχνά γίνονται γνωστά περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων και παιδιών. Ο χαρακτηρισμός των θυτών τέτοιων εγκλημάτων από τους δημοσιογράφους, αποτελεί πρόκληση, καθώς πολύ συχνά οι λέξεις «παιδόφιλος» και «παιδεραστής» συγχέονται ή παρερμηνεύονται, με αποτέλεσμα την σύγχυση του κοινωνικού συνόλου. Κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ψυχίατροι, ψυχολόγοι και πολλές ακόμα ειδικότητες έχουν μελετήσει (κυρίως στο εξωτερικό) την παιδοφιλία και την παιδεραστία και έχουν δώσει ορισμούς για τις ψυχικές διαταραχές που αφορούν την κακοποίηση παιδιών και ανηλίκων. Η παιδοφιλία προσδιορίστηκε αρχικά ως διαταραχή από την Ένωση Αμερικανών Ψυχιάτρων, το 1968. Από ψυχοπαθολογική άποψη, σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM-V, 2013), η παιδοφιλία ορίζεται ως ψυχική διαταραχή με επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές φαντασιώσεις, παρορμήσεις ή/και συμπεριφορές που αφορούν την σεξουαλική δραστηριότητα με ένα παιδί ηλικίας κάτω των 13 ετών, για περίοδο τουλάχιστον 6 (έξι) μηνών. Παράλληλα, σύμφωνα και με τη Διεθνή Ταξινόμηση των Νόσων (ICD-11, 2019) το άτομο θα πρέπει για να διαγνωστεί, να έχει πραγματοποιήσει τις εν λόγω σεξουαλικές παρορμήσεις ή αυτές να προκαλούν σημαντική ενόχληση και να διαταράσσουν την ομαλή λειτουργικότητα του σε κοινωνικό ή προσωπικό επίπεδο. Και τα δύο εγχειρίδια διάγνωσης, είναι σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια και η διαταραχή είναι κατηγοριοποιημένη ως παραφιλία. Η παιδεραστία θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ακόμα περαιτέρω ως εξ-επαφής και μη επαφής (Cossins, 2021). Συγκεκριμένα, η εξ-επαφής κατηγορία αναφέρεται σε αγγίγματα, εξαναγκασμό του παιδιού σε σεξουαλική δραστηριότητα, θώπευση κτλ, ενώ η μη επαφής κατηγορία περιλαμβάνει την έκθεση του ανηλίκου σε πορνογραφικό υλικό, σε σεξουαλική πράξη και σε συζητήσεις που δεν αρμόζουν στην ηλικία του (ΝSPCC, 2016).

Παιδοφιλία – Παιδεραστία: Δύο διακριτοί όροι

Η βασική διαφορά μεταξύ παιδοφιλίας και παιδεραστίας είναι πως ο παιδόφιλος χαρακτηρίζεται από επίμονες και επαναλαμβανόμενες φαντασιώσεις με παιδιά, χωρίς όμως να υπάρχει επαφή, ενώ αντίθετα ο παιδεραστής ελκύεται επίσης από παιδιά και προβαίνει στην πραγματοποίηση των φαντασιώσεων του, παρενοχλώντας σεξουαλικά τα θύματα του. Άρα ένας παιδόφιλος δεν είναι απαραίτητα και παιδεραστής (Camilleri, & Quinsey, 2008). Αντιθέτως, το 40% έως 60% των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, δεν διαπράττονται από θύτες με παιδοφιλικές τάσεις (Seto, et al., 2017). Ωστόσο οι επιστημονικές έρευνες γύρω από τις διαφορές μεταξύ των δύο ορισμών είναι περιορισμένες, ειδικά σε σχέση με άλλες ψυχικές διαταραχές.

Μελέτες αναφορικά με το προφίλ των παιδεραστών όπως και οι συνήθεις ηλικίες των θυμάτων

Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που προκύπτουν από έρευνα της Unicef (2020) 1 στα 3 κορίτσια και στα 5 αγόρια, θα είναι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, έως τα 18 τους χρόνια. Μάλιστα, το 70% των περιστατικών αφορούν κακοποίηση σε ηλικία κάτω των 17 χρόνων, σύμφωνα με έρευνες της Ομάδας Υπεράσπισης Παιδιών της Αμερικανικής Κυβέρνησης (Children’s Advocacy Center). Η παιδοφιλική διαταραχή εκτιμάται ότι χαρακτηρίζει το 1% έως 5% του παγκόσμιου πληθυσμού όταν αφορά και φαντασιώσεις πέραν από συμπεριφορά. Η παιδοφιλία αφορά κυρίως τον ανδρικό πληθυσμό κατά 90% (Unicef, 2020) αλλά και σε μικρότερο βαθμό θέτει την παιδοφιλική έλξη των γυναικών σε ποσοστό 1%. Εκτιμάται ότι το 1% έως 5% του παγκόσμιου ανδρικού πληθυσμού έλκονται από παιδιά (Ahlers, et al., 2011). Παρόλα αυτά, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στο 38% των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης αγοριών στη Φλόριντα, οι θύτες ήταν γυναίκες. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το National Society for the Prevention of Cruelty to Children (NSPCC, 2016) τα κορίτσια καταγγέλλουν περιστατικά σεξουαλικής βίας κατά 2 και 3 φορές περισσότερο από τα αγόρια. Ωστόσο, φαίνεται πως στην περίπτωση παιδοφιλίας, λόγω του φόβου για κοινωνικό αποκλεισμό και στιγματισμό, οι άνθρωποι με τέτοιες τάσεις, συχνά ζητούν βοήθεια για να ξεπεράσουν την διαταραχή τους (Stelzmann, Jahnke & Kuhle, 2020). Συγκεκριμένα για τις ηλικιακές ομάδες που εμπίπτουν στα πλαίσια σεξουαλικής κακοποίησης, θα μπορούσε να επηρεάζεται ηλικιακά κάποια ομάδα λόγω της επίβλεψης που έρχεται με την ηλικία, των δραστηριοτήτων και της γενικής καθημερινής ζωής του θύματος (McKillop et al., 2015). Δηλαδή, είχε προταθεί ένα μοντέλο (Cohen και Felson, 1979) κατά το οποίο ο δράστης για να διαπράξει την κακοποίηση πρέπει να συνδυαστούν οι παρακάτω τρεις άξονες: ένα ευάλωτο θύμα, ένας αποφασισμένος θύτης και η απουσία οποιουδήποτε κηδεμόνα ή επιβλέποντος. Κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, τα παιδιά είναι πάντα υπό επίβλεψη και οι δραστηριότητες τους είναι συνήθως εσωτερικές (μέσα στο σπίτι), ενώ μεγαλώνοντας περνούν περισσότερες ώρες εκτός σπιτιού και θεωρητικά διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο (Finkelhor και Hashima, 2001). Παρόλα αυτά, όπως αναφέρεται παρακάτω, το μοντέλο αυτό δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα, καθώς οι περισσότερες επιθέσεις κακοποίησης γίνονται (ανεξαρτήτου ηλικίας) από άτομα που το παιδί γνωρίζει και ακόμα πιο συχνά εντάσσονται στο οικογενειακό περιβάλλον. Επίσης, τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας φαίνεται να είναι πιο πιθανό να μιλήσουν για την κακοποίηση τους, σε σχέση με ένα βρέφος ή παιδί μικρής ηλικίας που είναι σχεδόν ανήμπορο (London et al., 2007). Αντίστοιχα τα παιδιά προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας έχουν πολλή καλύτερη κατανόηση των κινδύνων από τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά, σε σχέση με τους κινδύνους που ενέχουν γενικά αλλά και σε σχέση με την σεξουαλική κακοποίηση ειδικά. Συνεπώς, η κακοποίηση σε κάποιες περιπτώσεις αφορά προσχολικές ηλικίες που όμως προέρχονται από άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος σε ποσοστό 72,5% (Mian et al., 1986). Στις εφηβικές ηλικίες, τα παιδιά είναι πιο πιθανό να αναφέρουν και να καταγγείλουν κακοποίηση η οποία έχει συμβεί στο παρελθόν, σε μικρότερη ηλικία και παράλληλα λόγω της σταδιακής ανεξαρτητοποίησης τους, μπορεί να πέσουν πιο εύκολα θύματα κακοποίησης (Moles et al., 2014). Σε μελέτες στις ΗΠΑ, φαίνεται πως τα παιδιά ηλικίας 7 έως 13 είναι πιο ευάλωτα σε κακοποίηση σεξουαλικού τύπου (U.S Department of Justice Annual Report, 2003). Ωστόσο, το 20% των παιδιών που κακοποιούνται σεξουαλικά, συμβαίνει στις ηλικίες κάτω των 8 ετών, όπου πολλές φορές δεν είναι στα ίδια ξεκάθαρο τι έχει συμβεί (Snyder, 2000).

Οι επιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης στα παιδιά

Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και ανηλίκων φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά ψυχολογικά και σωματικά τα θύματα μεσοπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Στις σωματικές επιπτώσεις, αναφέρονται ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, τραυματισμοί αλλά και μολύνσεις των γεννητικών οργάνων, κυρίως στις προεφηβικές και εφηβικές ηλικίες (Tang et al., 2018). Όσον αφορά τις επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, τα θύματα (συνήθως τα παιδιά) έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ψυχολογικές και συμπεριφορικές διαταραχές όπως προβλήματα στον ύπνο, κοινωνικές δυσκολίες, διατροφικές διαταραχές, αγχώδεις διαταραχές, κατάθλιψη και διαταραχή μετατραυματικού στρες (Noll et al., 2017). Ακόμα, τα θύματα παιδικής σεξουαλικής παρενόχλησης, είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν ενδοοικογενειακή βία στην μετέπειτα ενήλικη ζωή τους (Barrios et al., 2015). Πολλές είναι επίσης οι αναφορές για σεξουαλικές εγκληματικές πράξεις (πχ βιασμός ή απόπειρα του) από άτομα που κατά την παιδική τους ηλικία έχουν κακοποιηθεί τα ίδια σεξουαλικά, συγκριτικά με άτομα που δεν έχουν ιστορικό κακοποίησης (Morais et al., 2018). Έχει αναφερθεί σε έρευνες ότι οι γυναίκες που στο παρελθόν έχουν πέσει θύματα κακοποίησης, ανήκουν στην ενήλικη ζωή τους, σε χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα (Roberts et al., 2004). Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω τα συναισθήματα ενοχής και ντροπής είναι άρρητα συνδεδεμένα με τα θύματα, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις δεν ξεπερνιούνται ποτέ και μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε αυτοκτονικές ιδέες και τάσεις. Πολλές είναι επίσης και οι επιπτώσεις στην διαμόρφωση και διατήρηση κοινωνικών και ερωτικών σχέσεων των θυμάτων. Συχνά αναφέρονται συμπεριφορές όπως επιθετικότητα, μειωμένη διάθεση και λίμπιντο, έλλειψη επικοινωνίας, επιλογή συντρόφου με χειριστικές διαθέσεις (Mullen et al., 1994). Επιπροσθέτως, οι έφηβοι (16 έως 18 ετών) που είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση όταν ήταν σε μικρότερη ηλικία (έως 16 ετών), φαίνεται να πληρούν τα κριτήρια για μείζων καταθλιπτική διαταραχή έως και 63,9%, ενώ το υπόλοιπο 44,4% για μετέπειτα αγχώδεις διαταραχές (Lynskey και Fergusson, 1997).

Η παιδοφιλία στο διαδίκτυο: ένας σύγχρονος κίνδυνος

Τα τελευταία χρόνια, με την αύξηση των αναφερόμενων περιστατικών έχουν συσταθεί τόσο στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα, πολλές οργανώσεις για την προστασία των παιδιών, κυρίως όμως για τους κινδύνους που διατρέχουν οι ευπαθείς ομάδες (ηλικιακά) στο διαδίκτυο. Έχοντας αντικαταστήσει πλέον την βόλτα στην παιδική χαρά, το σινεμά και τις εξωτερικές δραστηριότητες και έχοντας τα αντικαταστήσει με το κινητό, το τάμπλετ και τους υπολογιστές, η παιδοφιλία αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς μέσω διαδικτύου. Στη χώρα μας, ολοένα και περισσότερες είναι οι αναφορές στην παιδική πορνογραφία όπως και στην αποπλάνηση ανηλίκων μέσω Ίντερνετ. Η χρήση του ίντερνετ για τέτοιους σκοπούς μπορεί να είναι ιδανική για τους δράστες καθώς υπάρχει ανωνυμία και μπορούν να προσεγγίσουν το θύμα τους και να συνομιλήσουν μαζί του χωρίς απαραίτητα να το γνωρίζουν σε προσωπικό επίπεδο. Οι δράστες χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να παγιδέψουν τα θύματα τους, συνομιλούν μαζί τους, προτείνουν άσεμνες σεξουαλικές προτάσεις και συναντήσεις. Ακόμα, χρησιμοποιούν ιστότοπους και παιχνίδια που προορίζονται για παιδιά ώστε να έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε αυτά (Williams et al., 2005). Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του οργανισμού WeProtect Global Alliance, το 2023 υπήρξε αύξηση των διαδικτυακών σεξουαλικών παρενοχλήσεων κατά 87%. Μεγάλη είναι και η κοινότητα των παιδόφιλων στο ίντερνετ, όπου το χρησιμοποιούν για να ανταλλάξουν παράνομο πορνογραφικό υλικό, να συνομιλήσουν μεταξύ τους αλλά και να μοιραστούν τις φαντασιώσεις τους, διατηρώντας πάντα την ανωνυμία τους. Έχουν δημιουργήσει κοινότητες αλληλοϋποστήριξης, chat rooms και κρυφούς ιστότοπους. Η ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο, μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας απελευθέρωσης όλης της παιδοφιλικής συμπεριφοράς, η οποία διαφορετικά μπορεί να παρέμενε αδρανής (Palandri και Green, 2000). Σύμφωνα με τα δεδομένα, υπάρχουν κάποιες κατηγορίες παιδιών και εφήβων που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης. Αυτές είναι τα κορίτσια, οι έφηβοι ανεξαρτήτως φύλου που βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό, τακτικοί χρήστες του ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως και των ομάδων συνομιλιών με αγνώστους (Pratarelli και Browne, 2002). Επιπλέον, οι δράστες φαίνεται να προτιμούν παιδιά που νιώθουν ανήμπορα και χρειάζονται να μιλήσουν (Hammel και Zabin, 2003). Σύμφωνα με την έρευνα της Αμερικανικής Εθνικής Μελέτης (Wolak, Finkelhor και Mitchell, 2005), ύστερα από συλλήψεις για σεξουαλικές επιθέσεις, το μεγαλύτερο ποσοστό των θυτών ήταν άντρες, το 91% ήταν λευκοί καθώς και κατά 86% ήταν μεγαλύτεροι από 25 ετών. Επίσης, το 83% των συλληφθέντων είχε στην κατοχή του φωτογραφίες και βίντεο παιδιών σε προεφηβική ηλικία. Συνεπώς, προς την ασφαλή χρήση του διαδικτύου, πολλοί γονείς προτιμούν να προστατέψουν τα παιδιά τους μέσω ρυθμίσεων ασφαλούς πλοήγησης στο διαδίκτυο και δεν είναι λίγοι εκείνοι που απαγορεύουν εντελώς την χρήση του (Παρασκευόπουλος & Φυτράκης, 2021). Όσον αφορά το διαδίκτυο, στις περισσότερες περιπτώσεις υπογραμμίζουμε την αναφορά παιδόφιλων και λιγότερες φορές παιδεραστών.

Ένα βουβό έγκλημα

Η μεγαλύτερη πρόκληση όσον αφορά τα περιστατικά κακοποίησης είναι το γεγονός ότι πολλά από αυτά δεν καταγγέλονται και δεν αναφέρονται ποτέ. Πράγματι, σύμφωνα με μια έρευνα για την πρόληψη μελλοντικών περιπτώσεων παιδεραστίας, περίπου το 30% δεν αναφέρεται σε κάποια επίσημη αρχή (Seto, 2017). Ακόμα, σύμφωνα με το NSPCC, το 80% περιπτώσεων κακοποίησης συμβαίνει από κάποιο άτομο που το παιδί, γνωρίζει και εμπιστεύεται. Ειδικότερα σε μικρότερες ηλικίες, τα παιδιά αδυνατούν να κατανοήσουν πως κάποιος μπορεί να θέλει να τα βλάψει, με αποτέλεσμα συχνά η πράξη να μην καταγγέλλεται. Επίσης, η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων συνήθως συνδέεται και με την ενοχή η οποία βαραίνει το θύμα, το οποίο αδυνατεί να διαχειριστεί συναισθηματικά και γνωστικά το συμβάν, απωθώντας το. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που το συμβάν αφορά το κοντινό οικογενειακό πρόσωπο και δεν παίρνει παραπάνω έκταση ή που ο θύτης ανήκει στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον. Ακόμα, περισσότερες είναι οι περιπτώσεις όπου το φαινόμενο παραμένει εντελώς άγνωστο. Πράγματι, η επιδημιολογία της παιδοφιλίας ήταν και παραμένει άγνωστη, με τα στατιστικά στοιχεία να δείχνουν μια ανοδική πορεία. Το τελευταίο μπορεί να έχει και ως αποτέλεσμα την κατ’ εξακολούθηση κακοποίηση, ειδικά στην χώρα μας που σε πολλά πλαίσια μπορεί να χαρακτηριστεί ως κλειστή κοινωνία, επιτρέποντας τέτοιου είδους περιστατικά. Παρόλα αυτά, και στο εξωτερικό υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κακοποίηση δεν αναφέρθηκε μόνο ύστερα από πολλά χρόνια. Ειδικά στο Hollywood, υπάρχουν αναφορές για παιδική σεξουαλική κακοποίηση σε ανήλικους πρωταγωνιστές παιδικών σειρών. Συγκεκριμένα, πρόκειται προσεχώς να προβληθεί ένα ντοκιμαντέρ (Quiet on Set), το οποίο διαδραματίζει, μεταξύ άλλων και την σεξουαλική κακοποίηση ενός ηθοποιού όταν ήταν 15 ετών από τον τότε 43 ετών εκπαιδευτή του (BBC, 2024). Παράλληλα, πολλές είναι οι αναφορές του ντοκιμαντέρ σε παιδοφιλικές συμπεριφορές του εκπαιδευτή (πχ τα κορίτσια έπρεπε να φορούν μόνο μπικίνι ή επέμενε οι έφηβοι πρωταγωνιστές να φιλιούνται σε πολλές σκηνές). Αναφορικά με τα πρόσωπα που είναι πιο πιθανό να κακοποιήσουν σεξουαλικά παιδιά και ανηλίκους, το ποσοστό είναι μεγαλύτερο από 50% από άτομα γνωστά στο θύμα (Seto et al., 2015). Οι παιδεραστικές πράξεις προκαλούνται πιο συχνά από συγγενικά πρόσωπα (πατέρας, πατριός, νονός, θείος, ξάδελφος), δασκάλους ή ακόμα και από ομάδες εφήβων που δρουν σαν συμμορία. Αντίθετα, το ποσοστό κακοποίησης από άγνωστο στο παιδί θύτη, ανέρχεται μόνο στο 10%. Επίσης, να αναφερθεί πως είναι σχεδόν διπλάσια η πιθανότητα η πράξη να έχει μεγαλύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των θυμάτων όταν γίνεται από άτομο της οικογένειας, σε σχέση με όταν διαπράττεται από άγνωστο στο θύμα, θύτη (Stroebel et al., 2012). Από άλλες έρευνες προκύπτει ότι το 1/3 από τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, γίνονται από θύτες που δεν ανήκουν στο οικογενειακό περιβάλλον, και σχεδόν πάντα έχουν και οι ίδιοι παιδιά (Shevlin et al., 2018). Οι μεγάλες αυτές διαφορές στα στατιστικά στοιχεία τείνουν να δώσουν στην παιδεραστία μια ενδοοικογενειακή νότα, με πρωταγωνιστές τους “εγκληματίες της διπλανής πόρτας” γεγονός που κάνει τα περιστατικά ακόμα πιο δύσκολο να μελετηθούν αλλά και να κατηγοριοποιηθούν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι θύτες είναι ετερογενής πληθυσμός και πιο συχνά καταγγέλλονται περιστατικά από το οικογενειακό περιβάλλον, πολλές μελέτες επικεντρώνονται στα κίνητρα που κρύβονται πίσω από τις ενέργειες ή στα κοινά χαρακτηριστικά των θυτών (Lim et al., 2021). Από τις μελέτες προκύπτει πως το προφίλ των θυτών (οικογενειακού και μη, πλαισίου) περιλαμβάνει έλλειψη ενσυναίσθησης, ανευθυνότητα, νευρώσεις, παρορμητικότητα και αντικοινωνικές συμπεριφορές (Boillat et al., 2017). Τα χαρακτηριστικά αυτά, είναι ίδια σε όλες τις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης, όχι μόνο παιδικής και ανηλίκων.

Ψυχολογική και Ψυχιατρική αντιμετώπιση

Σύμφωνα με τους Lawrence & Willis (2021) λόγω της συχνής σύγχυσης των ορισμών «παιδόφιλος» και «παιδεραστής» των μέσων μαζικής ενημέρωσης και κατ’ επέκταση της κοινής γνώμης, οι παιδόφιλοι που θέλουν εκούσια να απευθυνθούν σε ειδικούς για βοήθεια, συχνά το αποφεύγουν για να μην στιγματιστούν περαιτέρω. Τα ίδια στατιστικά αναφέρουν πως η παιδοφιλία δεν επιδέχεται θεραπείας, αλλά μπορεί μέσω της ψυχοθεραπείας και της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, να δημιουργηθεί τελικά έλξη από συνομήλικους (Cantor, 2018). Μέσω των εργαλείων αυτών ενδέχεται το άτομο να μπορεί να διαχειριστεί τα συμπτώματα, όπως η συμπεριφορά και το άγχος που συνοδεύουν την παιδοφιλία, σε ένα πλαίσιο πρόληψης παρά θεραπείας (Stelzmann, Jahnke & Kuhle, 2022). Σε πολλές χώρες έχουν δημιουργηθεί οργανισμοί που απευθύνονται σε παιδόφιλους για την αντιμετώπιση της διαταραχής αλλά και της πρόληψης τυχόν μελλοντικών κακοποιήσεων. Συγκεκριμένα στην Γερμανία ιδρύθηκε το 2018 το ”Don’t Offend” το οποίο χρηματοδοτείται από τον κεντρικό οργανισμό και ασφαλίσεων υγείας της Γερμανίας. Σκοπός του προγράμματος είναι η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης, συναισθηματικής ισορροπίας και διαχείρισης όπως και ο καλύτερος έλεγχος της σεξουαλικής συμπεριφοράς (Jahnke, 2018). Αντίστοιχα στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία (Help Wanted, Stop-it-now) έχουν δημιουργηθεί προγράμματα για την αντιμετώπιση της διαταραχής (Levenson et al., 2020). Παρόλα αυτά, οι παραβάτες διαφέρουν στις κλινικές και εγκληματικές τους ανάγκες και εμφανίζουν ετερογενή χαρακτηριστικά, γεγονός που θέτει την αντιμετώπιση τους δύσκολη. Επιπλέον, όσον αφορά τους σεξουαλικούς παραβάτες παιδιών, όλα τα διαθέσιμα μοντέλα κατηγοριοποίησης της διαταραχής, αδυνατούν να προτείνουν κάποια αποτελεσματική θεραπεία ή την πιθανή υποτροπή τους (Simmons, 2015). Ως εκ τούτου, θα ήταν ίσως πιο αποτελεσματικό στην περίπτωση της παιδοφιλίας η πρόληψη και ο περιορισμός της ως ψυχική διαταραχή. Στην χώρα μας, υπήρχε ανέκαθεν ως φαινόμενο και εξακολουθεί να υπάρχει έως σήμερα. Ενώ δεν υπάρχουν αντίστοιχοι οργανισμοί στην Ελλάδα, μια θετική κατεύθυνση είναι η ορατότητα του προβλήματος με τα παιδιά και τους συγγενείς τους να γνωστοποιούν όλο και περισσότερα περιστατικά κακοποίησης.

Βιβλιογραφία

Mian M, Wehrspann W, Klajner-Diamond H, LeBaron D, Winder C. Review of 125 children 6 years of age and under who were sexually abused. Child Abuse Negl. 1986;10(2):223-9.

Finkelhor, D., & Hashima, P. (2001). The victimization of children and youth: a comprehensive overview. In S. O. White (Ed.), Handbook of youth and justice (pp. 49–78). New York: Kluwer Academic/Plenum.

McKillop, N., Brown, S., Wortley, R. et al. How victim age affects the context and timing of child sexual abuse: applying the routine activities approach to the first sexual abuse incident. Crime Sci 4, 17 (2015).

Barrios Y.V., Gelaye B., Zhong Q., Nicolaidis C., Rondon M.B., Garcia P.J., Sanchez P.A.M., Sanchez S.E., Williams M.A. Association of Childhood Physical and Sexual Abuse with Intimate Partner Violence, Poor General Health and Depressive Symptoms among Pregnant Women. PLoS ONE. 2015;10:e0116609.

Boillat C., Schwab N., Stutz M., Pflueger M.O., Graf M., Rosburg T. Neuroticism as a Risk Factor for Child Abuse in Victims of Childhood Sexual Abuse. Child Abus. Negl. 2017;68:44–54.

Hammel-Zabin, A. (2003). Conversations with a pedophile. Fort Lee, NJ: Barricade Books, Inc.

Pratarelli, M.E., & Browne, B.L. (2002). Confirmatory factor analysis of Internet use and addiction. CyberPsychology & Behavior 5:53–64.

Lim YY, Wahab S, Kumar J, Ibrahim F, Kamaluddin MR. Typologies and Psychological Profiles of Child Sexual Abusers: An Extensive Review. Children (Basel). 2021 Apr 25;8(5):333.

Morais H.B., Alexander A.A., Fix R.L., Burkhart B.R. Childhood Sexual Abuse in Adolescents Adjudicated for Sexual Offenses: Mental Health Consequences and Sexual Offending Behaviors. Sex. Abus. 2018;30.

Shevlin M., Murphy S., Elklit A., Murphy J., Hyland P. Typologies of Child Sexual Abuse: An Analysis of Multiple Abuse Acts among a Large Sample of Danish Treatment-Seeking Survivors of Childhood Sexual Abuse. Psychol. Trauma Theory Res. Pract. Policy. 2018;10:263–269.

Tang K., Qu X., Li C., Tan S. Childhood Sexual Abuse, Risky Sexual Behaviors and Adverse Reproductive Health Outcomes among Chinese College Students. Child Abus. Negl. 2018;84.

Noll J.G., Trickett P.K., Long J.D., Negriff S., Susman E.J., Shalev I., Li J.C., Putnam F.W. Childhood Sexual Abuse and Early Timing of Puberty. J. Adolesc. Health. 2017;60.

Simons, D. A. (2015). Sex offender typologies. Sex offender management and planning initiative, 55-75.

Levenson, J.S.; Grady, M.D.; Morin, J.W. Beyond the “Ick Factor”: Counseling Non-Offending Persons with Pedophilia. Clin. Soc. Work J. 2020, 48, 380–388.

Jahnke, S. The Stigma of Pedophilia: Clinical and Forensic Implications. Eur. Psychol. 2018, 23, 144–153.

Stelzmann D, Jahnke S, Kuhle LF. Media Coverage of Pedophilia and Its Impact on Help-Seeking Persons with Pedophilia in Germany—A Focus Group Study. International Journal of Environmental Research and Public Health. 2022; 19(15):9356.

Stroebel S. S., O’keefe S. L., Beard K. W., Kuo S. Y., Swindell S. V., Kommor M. J. (2012). Father–daughter incest: data from an anonymous computerized survey. J. Child Sex. Abus. 21 176–199.

Roberts R, O’Connor T, Dunn J, Golding J; ALSPAC Study Team. The effects of child sexual abuse in later family life; mental health, parenting and adjustment of offspring. Child Abuse Negl. 2004 May;28(5):525-45.

Cantor, J.M. Can Pedophiles Change? Curr. Sex. Health Rep. 2018, 10, 203–206.

Lawrence, A.L.; Willis, G.M. Understanding and Challenging Stigma Associated with Sexual Interest in Children: A Systematic Review. Int. J. Sex. Health 2021, 33, 144–162.

Cossins, A. (2021). Masculinities, Sexualities and Child Sexual Abuse. Netherlands: Brill.

Cohen, L. E., & Felson, M. (1979). Social change and crime rate trends: a routine activity approach. American Sociological Review, 44(4), 588–608.

London, B., Downey, G., Bonica, C., & Paltin, I. (2007). Social causes and consequences of rejection sensitivity. Journal of Research on Adolescence, 17, 481-506.

Seto M.C. Pedophilia and Sexual Offending against Children: Theory, Assessment, and Intervention. American Psychological Association; Washington, DC, USA: 2008.

Palandri, M., & Green, L. (2000). Image management in a bondage, discipline, sadomasochist subculture: a cyber-ethnographic study. CyberPsychology & Behavior 3: 631–641.

Williams, T., Connolly, J., Pepler, D., & Craig, W. (2005). Peer victimization, social support, and psychosocial adjustment of sexual minority adolescents. Journal of Youth and Adolescence, 34(5), 471–482.

Mullen PE, Martin JL, Anderson JC, Romans SE, Herbison GP. The effect of child sexual abuse on social, interpersonal and sexual function in adult life. Br J Psychiatry. 1994 Jul;165(1):35-47.

Unicef, (2020). Action to End Child Sexual Abuse and Exploitation https://www.unicef.org/media/89206/file/CSAE-Brief-v3.pdf

Wolak, J., Finkelhor, D., & Mitchell, K.J. (2005). Child Pornography Possessors Arrested in Internet-Related Crimes: Findings from the National Juvenile Online Victimization Study. National Center for Missing & Exploited Children, Alexandria: VA.

Lynskey MT, Fergusson DM. Factors protecting against the development of adjustment difficulties in young adults exposed to childhood sexual abuse. Child Abuse and Neglect. 1997;21:1177–1190.

National Society for the Prevention of Cruelty to Children(2016/2017). Annual Report 2016/17 https://www.nspcc.org.uk/globalassets/documents/annual-reports/annual_report_2016-17

Moles, Rebecca & Leventhal, John. (2014). Sexual Abuse and Assault in Children and Teens: Time to Prioritize Prevention. The Journal of adolescent health : official publication of the Society for Adolescent Medicine. 55. 312-313.

Stelzmann D, Jahnke S, Kuhle LF. Media Coverage of Pedophilia: Benefits and Risks from Healthcare Practitioners’ Point of View. Int J Environ Res Public Health. 2020 Aug 8;17(16):5739.

Seto, M.C. The Puzzle of Male Chronophilias. Arch Sex Behav 46, 3–22 (2017).

Ahlers C.J., Schaefer G.A., Mundt I.A., Roll S., Englert H., Willich S.N., Beier K.M. How Unusual are the Contents of Paraphilias? Paraphilia-Associated Sexual Arousal Patterns in a Community-Based Sample of Men. J. Sex. Med. 2011;8:1362–1370.

Snyder, C. R. (2000). Genesis: The birth and growth of hope. In C. R. Snyder (Ed.), Handbook of hope: Theory, measures, and applications (pp. 25-38). San Diego, CA: Academic Press.

Camilleri, J. A., & Quinsey, V. L. (2008). Pedophilia: Assessment and treatment.

Παρασκευόπουλος Ν., Φυτράκης Ε. (2021). Αξιόποινες Σεξουαλικές Πράξεις, Άρθρα 336-353 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη.

BBC, Nafeesah Allen, 2024, Quiet on Set: The Dark Side of Kids TV, BBC Culture.