Παιδιά και πένθος

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Κοινοποιήστε

Το πένθος συνιστά μια διαδικασία προσαρμογής στο γεγονός της απώλειας, η οποία βιώνεται από το άτομο, που έχει χάσει κάποιο σημαντικό γι’ αυτόν πρόσωπο. Το πένθος στην πλειοψηφία των περιπτώσεων προσλαμβάνεται από τα άτομα τα οποία συνδέονταν συναισθηματικά με τον εκλιπόντα ως μια τραυματική εμπειρία, η αποδοχή και η κατανόηση της οποίας είναι συχνά δυσβάσταχτη.  

Από την άλλη μεριά, ο θρήνος, ορίζεται ως η πρωταρχική αντίδραση, που εκδηλώνεται με διάφορα ψυχολογικά ή/και σωματικά συμπτώματα και η διεργασία από την οποία περνούν τα παιδιά και οι ενήλικες στην προσπάθειά τους να προσαρμοστούν. 

Πιο αναλυτικά, η εκδήλωση του θρήνου και η πορεία του πένθους και της διαχείρισης της απώλειας μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλους τρόπους, διαφορετικούς και ιδιαίτερους για το κάθε άτομο, ανάλογα την προσωπικότητά του, αλλά και το είδος της σχέσης που είχε οικοδομήσει με το πρόσωπο που φεύγει από τη ζωή. Στην προκειμένη περίπτωση, θα επικεντρωθούμε στην «συμπτωματολογία» του πένθους, όπως αυτή εκδηλώνεται στα παιδιά. Αξίζει να σημειωθεί όμως πως έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία ανάμεσα στη διαχείριση του πένθους, όπως αυτή λαμβάνει χώρα από παιδιά και όπως συμβαίνει στους ενήλικες.   

Πιο συγκεκριμένα, κάθε παιδί εφόσον χάσει κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο (γονέα, πρόσωπο φροντίδας) μπορεί να εκδηλώσει πένθος με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, ακόμα και αν ο τρόπος αυτός δεν γίνει αντιληπτός από το περιβάλλον. Συχνά οι ενήλικες παραπλανούνται όσον αφορά την εκδήλωση του πένθους στα παιδιά. Θεωρούν ότι εφόσον τα παιδιά δεν είναι «μελαγχολικά», δεν κλαίνε, δεν αναζητούν το αγαπημένο πρόσωπο, δεν κοινοποιούν τον πόνο και την στεναχώρια τους, σημαίνει ότι δεν θρηνούν ή δεν αντιλαμβάνονται την απώλεια και δεν βιώνουν πένθος. 

Ειδικότερα, κάποια ή κάποιες από τις ψυχολογικές επιπτώσεις συμπτώματα που μπορεί να παρατηρηθούν είναι οι ακόλουθες:  

  • Θλίψη:  όπου το παιδί συμπεριφέρεται με τρόπο που καταδεικνύεται η θλίψη του, δεν έχει όρεξη και διάθεση να ασχοληθεί με δραστηριότητες που το ικανοποιούσαν και του άρεσαν. Η ξεγνοιασιά και η χαρά που συνοδεύουν την παιδική ηλικία στα πλαίσια της απώλειας μπορούν να εξαφανιστούν και το παιδί να συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε μια πιο ενήλικη (θλιμμένη και σοβαρή) συμπεριφορά.   
  • Άρνηση του «μη αναστρέψιμου του θανάτου»: Γνωρίζουμε ότι στα πλαίσια της μαγικής παιδικής σκέψης το παιδί αντιλαμβάνεται τον πραγματικό θάνατο, όπως εκείνον που παρακολουθεί στα κινούμενα σχέδια ή δραματοποιεί στα παιχνίδια, όπου οι ήρωες πεθαίνουν και ανασταίνονται σύμφωνα με τις ανάγκες του «σεναρίου». Στην περίπτωση αυτή μπορεί το παιδί να μην αποδέχεται ότι το αγαπημένο του πρόσωπο «δεν θα ξανασηκωθεί μετά το τέλος του παιχνιδιού».
  • Ενοχή: Συχνά τα παιδιά θεωρούν ότι φταίνε εκείνα για το θάνατο επί παραδείγματι της μητέρας ή του πατέρα τους,
  • Μομφή/ αυτομομφή: Για τον λόγο αυτό κατηγορούν τον εαυτό τους. Φράσεις ή σκέψεις του τύπου «Επειδή έκανα την τάδε ή την δείνα αταξία, επειδή έκανα αυτό που μου είχε απαγορέψει η μαμά, εκείνη πέθανε». Δεν είναι επίσης σπάνιο να στρέφονται εναντίον και να κατηγορούν οικεία πρόσωπα που «έμειναν πίσω» και δίπλα τους, όπως τα αδέρφια ή τον άλλο γονέα. 
  • Θυμός: Ένα από τα πιο συνηθισμένα συναισθήματα είναι εκείνο του θυμού. Τα παιδιά θυμώνουν με αυτό που τους συνέβη, χωρίς να ξέρουν πως και με ποιο τρόπο να διοχετεύσουν και να εξωτερικεύσουν το θυμό τους.
  • Φόβος: Συγχρονικά και παράλληλα με το θυμό τα παιδιά νιώθουν φόβο, όπως και
  • Άγχος: Για το τι πρόκειται να συμβεί μετά την απώλεια, πως θα είναι η ζωή τους χωρίς το πρόσωπο φροντίδας, αλλά και για το αν μπορούν να «πεθάνουν» και τα ίδια ή κάποιο άλλο πρόσωπο που αγαπούν. Επίσης, το άγχος αφορά και το άγνωστο της νέας κατάστασης και συνθήκης ζωής που θα επακολουθήσει.
  • Άγχος αποχωρισμού: Στα πλαίσια του άγχους που βιώνουν τα παιδιά αξίζει να γίνει ξεχωριστή μνεία στο άγχος αποχωρισμού όπως αυτό περιγράφηκε από τον Bowlby. Σύμφωνα με την θεωρία του τα παιδιά θα εκδηλώσουν κατά τον αποχωρισμό συμπεριφορά ανάλογη με τον τύπο δεσμού που έχουν συνάψει (ασφαλή/ανασφαλή/αποφευκτικό) (Cole & Cole, 2002)
  • Παιδική αυτοκτονία: Το τελευταίο και σοβαρότερο σύμπτωμα που μπορούν να εκδηλώσουν τα παιδιά είναι η παιδική αυτοκτονία. (Τσιάντης, 1988)


Επιπρόσθετα, όπως έχει φανεί οι ψυχολογικές επιπτώσεις του πένθους στα παιδιά μπορούν να εκδηλωθούν συχνά και με σωματοποίηση. Γενικότερα, η σωματοποίηση ψυχολογικών καταστάσεων στα παιδιά παρατηρείται σε διάφορες καταστάσεις όπου βιώνουν άγχος, θλίψη, θυμό κλπ., γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι τα παιδιά εκφράζονται με το σώμα όπως ο ενήλικας με το λόγο. Μιλούν με το σώμα, παράγοντας έναν «λόγο του οργανισμού», ο οποίος εκφράζεται «για λογαριασμό του παιδιού αντί του παιδιού», αφού σε όσο πιο μικρή ηλικία βιώνεται η απώλεια, τόσο λιγότερα «λεκτικά εργαλεία» διαθέτει το παιδί για να εκδηλώσει τα συναισθήματά του. Οι εν λόγω  σωματοποιήσεις μπορούν να εκδηλωθούν με: πόνους στο κεφάλι, πόνους στο στομάχι, αϋπνία, υπερβολικό ύπνο, απότομη απώλεια βάρους ή /και απότομη αύξηση βάρους. 

Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να επισημάνουμε πως το πένθος και η απώλεια μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα και κάποιες θετικές επιπτώσεις, οι οποίες θα συνιστούν επιτυχημένη και δημιουργική διαχείριση πένθους από την πλευρά του παιδιού. 

Με άλλα λόγια, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για τη ζωή του παιδιού και να έχει τελικά θετική επίδραση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, παρατηρούμε την αύξηση ανεξαρτησίας του παιδιού, όπως και την ενίσχυση της λήψης πρωτοβουλιών. Ο βίαιος αποχωρισμός του προσώπου φροντίδας «εξαναγκάζει» το παιδί να αυτονομηθεί και να εμπιστευτεί τις δικές του δυνάμεις. Συγχρόνως, μπορεί να παρατηρηθεί η διάθεση του παιδιού να αυξήσει τις σχολικές του επιδόσεις με σκοπό να ικανοποιήσει τον εκλιπόντα, εσωτερικεύοντας τις επιθυμίες και τις προσδοκίες που είχε το άτομο που φεύγει από τη ζωή για το παιδί. Επιπλέον, το παιδί μπορεί να αυξήσει τη δυνατότητά του για ενσυναίσθηση και κατανόηση, όπως επίσης, να εκτιμήσει τον ενδοοικογενειακό βίο και τις σχέσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα σε αυτόν. 

Αξιοσημείωτο να αναφερθεί βέβαια είναι το γεγονός ότι οι ψυχολογικές επιπτώσεις, οι σωματικές εκφράσεις των εν λόγω ψυχολογικών επιπτώσεων, όπως και οι θετικές συνέπειες στη ζωή του παιδιού εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως η ηλικία του παιδιού, τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν την φροντίδα του παιδιού, οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, η ύπαρξη ή όχι ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος και πολλοί άλλοι παράγοντες.

Παραπομπές
(1) Cole & Cole. (2002). Η Ανάπτυξη των παιδιών, Τόμος Α & Β & Γ. Αθήνα: Τυπωθήτω
(2) Τσιάντης, Γ., Μανωλόπουλος, Σ. (1988) Σύγχρονα Θέματα Παιδοψυχιατρικής, Β’ Τόμος, Ψυχοπαθολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Η Ευγενία Σαρηγιαννίδη εργάζεται ως Ψυχολόγος και είναι Επιστημονική Διευθύντρια του Δικτύου Psy-Counsellors. Η μεταπτυχιακή της εξειδίκευση είναι στην «Ψυχολογία και το Διαδίκτυο». Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων σε θέματα ψυχολογίας, κοινωνίας και πολιτισμού. Πάνω στα ίδια αντικείμενα έχει πραγματοποιήσει πολλές παρεμβάσεις στην συμβατική και διαδικτυακή τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.