Οι ψυχολογικές συνέπειες της Μετανάστευσης: Το παράδειγμα της σύγχρονης Ελλάδας

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Κοινοποιήστε

Το φαινόμενο της μετανάστευσης των Ελλήνων στο εξωτερικό στα χρόνια της κρίσης έχει λάβει σημαντικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας και των νέων ατόμων που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία να εγκαταλείπει την Ελλάδα με την προοπτική εύρεσης εργασίας και βελτίωσης των συνθηκών ζωής σε κάποια χώρα του εξωτερικού.

Οι ψυχολογικές συνέπειες της μετανάστευσης, τόσο οι άμεσες, όσο και οι μακροπρόθεσμες (ακόμα και οι διαγενεακές), έχουν αποτελέσει συστηματικό αντικείμενο της κοινωνιοψυχολογικής έρευνας τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Διαφοροποίηση των συνθηκών μετανάστευσης και των νοοτροπιών των Ελλήνων μεταναστών σε σχέση με τα προηγούμενα μεταναστευτικά ρεύματα

Καταρχάς, έχει παρέλθει η εποχή που τα εμβάσματα των Ελλήνων μεταναστών και των ναυτικών στις οικογένειες τους επέτρεπαν τη βελτίωση της ζωής των αγροτικών και λαϊκών πληθυσμών της χώρας.

Επίσης, πρέπει να θυμηθούμε ότι η αναχώρηση των μεταναστών με τα τραίνα και τα υπερωκεάνια για τις μεγάλες χώρες του δυτικού κόσμου ήταν για τους οικείους τους, συνώνυμη ενός «μικρού θανάτου» των ξενιτεμένων. Η αίσθηση του οριστικού αποχωρισμού, συνεπώς του πένθους, συνόδευε λοιπόν τα βιώματα της ξενιτιάς. Αυτό δείχνουν άλλωστε τα τραγούδια, η λογοτεχνία, ακόμα και ο κινηματογράφος, αν θυμηθούμε λόγου χάρη το τέλος της ταινίας «Μέχρι το πλοίο», του Δαμιανού ή το «Αμέρικα – Αμέρικα», του Καζάν.

Αντίθετα σήμερα, στα διεθνή αεροδρόμια, με τους χιλιάδες υπερκινητικούς, βιαστικούς και μονίμως περιφερόμενους ταξιδιώτες, τα «Goodbye» δεν μοιάζουν καθόλου με τους αποχαιρετισμούς των μεταναστών στα λιμάνια και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς του παρελθόντος.

Τα τέσσερα βασικά, ιστορικής φύσης στοιχεία που διαφοροποιούν τους σημερινούς Έλληνες μετανάστες προς τις δυτικές χώρες από εκείνους των προηγούμενων γενεών.

Πρώτον, στο κοινωνιοοικονομικό πεδίο, η ελληνική κοινωνία, παρά την οικονομική κρίση, παραμένει οικονομικά πιο εύρωστη από ότι στις αρχές ή στα μέσα του 20ου αιώνα, ενώ ο παραγωγικός παρασιτισμός και ο καταναλωτικός ευδαιμονισμός συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν τις συλλογικές νοοτροπίες.

Δεύτερον, σε αντίθεση με τους μετανάστες των προηγούμενων δεκαετιών, το μεγαλύτερο ποσοστό όσων μεταναστεύουν σήμερα έχει αρκετά τυπικά προσόντα, πολλά εκ των οποίων έχουν αποκτηθεί όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, μέσω σπουδών που χρηματοδοτήθηκαν από την ελληνική οικογένεια. Παραμένει δε ιδιαίτερο γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας ότι η ελληνική οικογένεια των σύγχρονων μεταναστών, στο μέτρο που έχει ακόμα τις οικονομικές δυνατότητες, συνεχίζει να στηρίζει τα «παιδιά» της στην πορεία τους προς την ανεξαρτησία και την «ενηλικίωση», ακόμα και μετά το πέρας των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών καθώς και κατά το διάστημα της αναζήτησης εργασίας.

Τρίτον, στο πεδίο των συγκοινωνιών για μεγάλες αποστάσεις, πρέπει να υπογραμμισθεί η σημασία του εκδημοκρατισμού των μετακινήσεων με αεροπλάνο και η συρρίκνωση του χρόνου που απαιτείται για τα ταξίδια από την χώρα προέλευσης προς την χώρα υποδοχής και τανάπαλιν. Αυτό, μεταξύ άλλων, καθιστά την «θεραπεία της νοσταλγίας της πατρίδας» πολύ πιο εύκολη από ότι στο παρελθόν.

Τέταρτον, στο πεδίο των τεχνικών της επικοινωνίας, η ανάπτυξη και η χρήση των νέων τεχνολογιών (διαδίκτυο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ.) έχουν υποκαταστήσει την παλαιά, σαφώς πιο δύσκολη και ασύγχρονη μορφή επικοινωνίας, την αλληλογραφία. Εντούτοις, παρά τα φαινόμενα και παρά τους κατά δήλωση «κοσμοπολιτισμούς» των συγχρόνων Ελλήνων μεταναστών, λίγοι φαίνονται πραγματικά διατεθειμένοι να «ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους».

Παρότι λοιπόν οι σημερινοί, νέας ηλικίας μετανάστες, έχουν, τυπικά τουλάχιστον, περισσότερα εφόδια για να προσαρμοστούν σε μια χώρα διαφορετική της καταγωγής τους, όπως η επάρκεια σε μια τουλάχιστον ξένη γλώσσα πέραν της μητρικής, παρότι διαθέτουν ακαδημαϊκά προσόντα και παρότι έχουν ταξιδέψει αρκετά κατά τη διάρκεια του βίου τους, βιώνουν συχνά τραυματικά την ιδέα ή την προοπτική της μόνιμης εγκατάστασης και απασχόλησής τους στο εξωτερικό.

Αυτό που βιώνεται τραυματικά από τα άτομα δεν είναι πλέον τόσο ότι αποχωρίζονται τους οικείους και την οικογένειά τους, αλλά ότι οι συνθήκες καθημερινής ζωής στο εξωτερικό είναι συχνά, αν όχι πιο δύσκολες, σίγουρα πολύ διαφορετικές από τον ελληνικό (τουλάχιστον) τρόπο ζωής.

Επίσης, στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου τα έξοδα διαβίωσης είναι περισσότερα, συγκριτικά με εκείνα στην Ελλάδα. Απαιτείται λοιπόν η εύρεση μιας εργασίας πλήρους απασχόλησης για να καλύψει κανείς τις βιοτικές του ανάγκες. Η εργασία αυτή, τουλάχιστον κατά το πρώτο διάστημα της προσαρμογής του ατόμου, μπορεί να είναι αναντίστοιχη όχι μόνο των τυπικών του προσόντων, αλλά και των προσδοκιών του, λόγω είτε της αυξημένης ανεργίας στις χώρες υποδοχής, είτε της αυξημένης προσφοράς εργασίας στον εκάστοτε τομέα απασχόλησης.

Σε μια τέτοια περίπτωση αποτελεί πλήγμα στην αυτοεκτίμηση του εξειδικευμένου Έλληνα πολίτη που μεταναστεύει για λόγους εργασίας, το γεγονός ότι αναγκάζεται να συμβιβαστεί (έστω στα πρώτα επαγγελματικά του βήματα), με μια θέση εργασίας που ίσως δεν του αρέσει, δεν είναι αυτό που θα ήθελε να κάνει μελλοντικά και δεν θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει την «αξία» του.

Ενδεχομένως βέβαια, η εργασία αυτή θα του επιτρέψει αφενός να βιοπορίζεται, αφετέρου να οικοδομήσει μια κοινωνιοοικονομική βάση, η οποία θα αποτελέσει εφαλτήριο στην αναζήτηση μιας επιθυμητής θέσης εργασίας στο μέλλον. Άρα, η διαχείριση εκ μέρους του ατόμου της μεταβατικής περιόδου μεταξύ της πρώτης εγκατάστασης σε μια χώρα ως ενεργό παραγωγικό μέλος της και της πλήρους προσαρμογής σε αυτήν, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην στάση του ατόμου απέναντι στον εαυτό του, στις επιλογές του και στην ζωή του.

Προφανώς, σημαντικό παράγοντα επιτυχούς προσαρμογής είναι η αρκετά καλή γνώση της γλώσσας της χώρας, όπου καλείται κανείς να ζήσει και να εργαστεί. Πέραν της γνώσης της αγγλικής, η οποία είναι πλέον διεθνής γλώσσα, είναι πολύ σημαντικό για την προσαρμογή του ατόμου και κατ’ επέκταση για την αφομοίωσή του στην κουλτούρα του εγχώριου πληθυσμού, να μπορεί να συνεννοηθεί και να διεκπεραιώσει τις καθημερινές του δραστηριότητες στη γλώσσα της χώρας στην οποία ζει.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η γνώση της γλώσσας της χώρας στην οποία κάποιος ζει και εργάζεται τον βοηθά όχι μόνο να διευρύνει τις κοινωνικές του επαφές, αλλά και να αισθανθεί μεγαλύτερη οικειότητα στις κοινωνικές και διαπροσωπικές του σχέσεις, συνεπώς, να ενσωματωθεί πιο εύκολα στην εγχώρια κοινωνία.

Εκτός από κάποιες αντικειμενικές δυσκολίες που έχει η ζωή στο εξωτερικό, κάποιοι παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά πολλoύς από τους Έλληνες μετανάστες, όπως αναφέρονται από τους ίδιους είναι:

α) οι καιρικές συνθήκες (μουντός καιρός κλπ.),
β) η έλλειψη του οικογενειακού και του κοινωνικού περιβάλλοντος που είχαν στην Ελλάδα,
γ) οι λιγότερες ευκαιρίες φτηνής ψυχαγωγίας.

Κοινωνικές συναναστροφές και εύρεση νέων φίλων

Ανάλογα με την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής του ατόμου, οι κοινωνικές συναναστροφές και η εύρεση νέων φίλων δεν είναι πάντα μια εύκολη διαδικασία, δεδομένου ότι ζει κανείς σε μια άλλη χώρα με ανθρώπους με διαφορετικές συνήθειες, διαφορετικά ήθη και έθιμα και άλλους κώδικες επικοινωνίας, οι οποίοι έχουν τον δικό τους κοινωνικό κύκλο και πιθανότατα δεν ενδιαφέρονται για καινούργιες γνωριμίες.

Ως απόρροια μια τέτοιας απομόνωσης είναι τα συναισθήματα μοναξιάς που βιώνουν οι νέοι μετανάστες, τα οποία τους οδηγούν συχνά να αναπολούν την πατρίδα τους με μεγάλη νοσταλγία, κυρίως ως έναν τόπο όπου «περνούσαν καλά», συχνά καλύτερα από ότι στην ξένη χώρα (η λέξη «ξενιτιά» έχει πλέον διαγραφεί από το κοσμοπολίτικο λεξιλόγιο του συρμού). Πρόκειται ωστόσο για την ίδια εκείνη πατρίδα που πολλοί από αυτούς τους κατά φαντασία κοσμοπολίτες προηγουμένως απαξίωναν.

Πολλοί μετανάστες, στην προσπάθεια τους να αισθανθούν κάποια πολιτισμική οικειότητα, επιλέγουν να συναναστρέφονται βασικά με ομοεθνείς. Το γεγονός αυτό τους επιτρέπει μεν να διαχειρίζονται εν μέρει τα συναισθήματα υπαρξιακού ή κοινωνιοπολιτισμικού κενού που βιώνουν, αλλά από την άλλη μεριά, η επιλογή αυτή τους οδηγεί σε απομόνωση από το ευρύτερο εγχώριο κοινωνικό περιβάλλον και σε «γκετοποίηση». Με άλλα λόγια, κάνουν επιλογές αναγκαστικών συναναστροφών με άτομα που ενδεχομένως στη χώρα τους δεν θα διάλεγαν για παρέα τους.

Διαχείριση των ψυχολογικών συνεπειών της μετανάστευσης

Η διαχείριση των ψυχολογικών συνεπειών της μετανάστευσης καθίσταται ακόμα δυσκολότερη λόγω του ότι η συμβουλευτική και κατά μείζονα λόγω η ψυχολογική υποστήριξη είναι αποτελεσματικότερη όταν πραγματοποιείται στην μητρική γλώσσα του ατόμου. Στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών τουλάχιστον χωρών δεν υπάρχουν επαρκείς δομές υποδοχής αιτημάτων ψυχολογικής υποστήριξης για Έλληνες μετανάστες. Καθώς ο αριθμός των Ελλήνων που ζουν πλέον σε χώρα άλλη από την χώρα καταγωγής τους ολοένα και αυξάνεται, καθίσταται αναγκαίο να δημιουργηθούν οι δυνατότητες συμβουλευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης, είτε δια ζώσης είτε εξ αποστάσεως με τη χρήση της τεχνολογίας, ώστε να καλυφθεί το αίτημα των Ελλήνων μεταναστών για βοήθεια και υποστήριξη στην μητρική τους γλώσσα.

Σε συνεργασία με την Αγγελική Καρύδη, Ψυχολόγος, MSc, Συνεργάτης Δικτύου Psy-Counsellors, Flight Attendant στην Εταιρεία Austrian Airlines

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Η Ευγενία Σαρηγιαννίδη εργάζεται ως Ψυχολόγος και είναι Επιστημονική Διευθύντρια του Δικτύου Psy-Counsellors. Η μεταπτυχιακή της εξειδίκευση είναι στην «Ψυχολογία και το Διαδίκτυο». Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων σε θέματα ψυχολογίας, κοινωνίας και πολιτισμού. Πάνω στα ίδια αντικείμενα έχει πραγματοποιήσει πολλές παρεμβάσεις στην συμβατική και διαδικτυακή τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.