Προσπαθώ διακαώς να επιτυγχάνω στόχους που νομίζω πως θα με κάνουν ευτυχισμένο και θα μου προσφέρουν ικανοποίηση. Όσο όμως βάζω τον εαυτό μου στην υπηρεσία της επίτευξης του στόχου, με κατακλύζει άγχος και προσμονή. Σαν τα καταφέρω, κάτι ξεφουσκώνει μέσα μου. Ο ίδιος ο στόχος που πριν με κινητοποιούσε, με την υλοποίηση του, έχει απομυθοποιηθεί και αποδυναμωθεί στα μάτια μου.
Βαρέθηκα μόλις έφτασα στην αφετηρία… Πριν καν ξεκινήσω. Τώρα αναρωτιέμαι: «Τι νόημα έχει να προσπαθήσω για οτιδήποτε; Αξίζει ο κόπος μου;» Δεν απαντώ: Μένω καθηλωμένος στο σταυροδρόμι κοιτώντας τις οδούς, τα μονοπάτια και τις λεωφόρους. Τίποτε δεν είναι για μένα, συλλογιέμαι. Που να τρέχω τώρα;
Και έτσι περνάει η ζωή μου, προστίθενται χρόνια που φέρνουν μαζί το φόβο της ηλικίας, της φθοράς, του θανάτου. Όπου κι αν βρίσκομαι νιώθω ένα ύπουλο αίσθημα ασφυξίας να με τριγυρνά. Ότι βρίσκεται δίπλα μου, ότι απαρτίζει τη ζωή μου, φαντάζει λίγο… λίγο για εμένα. Εγώ θα ήμουν για άλλα πράγματα. Απεχθάνομαι και μισώ το απάνεμο λιμάνι που από τη γέννηση μου αραξοβόλησα. Πόσο μικρός νιώθω απέναντι σε αυτά τα άλλα πράγματα…
Μου φαίνεται πως είμαι το εκ διαμέτρου αντίθετο πρότυπο του Μίδα: ο,τι πιάνω γίνεται κάρβουνο! Ο,τι βρίσκεται κοντά μου το υποτιμώ. Ο,τι δεν έχω, εξιδανικεύεται. Ζω αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα σε φαντασιώσεις παντοδυναμίας και αίσθημα ανημπόριας με φόβο και άγχος αποτυχίας.
Τώρα που το σκέφτομαι… Με κουράζει η αμφιταλάντευση, προτιμώ τις ευθείες! Κάποιος κάποτε μου είχε πει πως ευθείες είναι μόνον οι ζωές των νεκρών και με είχε ρωτήσει αν θέλω να πεθάνω. «Κάθε άλλο!», είχα σκεφτεί, χωρίς να απαντήσω. Απλά δεν αντέχω την αγωνία που προκαλεί ο κάθε είδους αγώνας.
Ας υποθέσουμε ότι ο παραπάνω μονόλογος προέρχεται από έναν νέο, 29 ετών που ζητά ψυχολογική υποστήριξη, στην Ελλάδα του 2019, λίγο πριν τα γενέθλιά του που κλείνει τα (όπως από πολλούς ονομάζονται) «πρώτα καταραμένα άντα».
Πως θα μπορούσαμε να τον προσεγγίσουμε; Που βρίσκονται όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που παραδοσιακά έως σήμερα αποδίδονταν στους νέους; (όπως η όρεξη, το κέφι και η δίψα για ζωή, η περιέργεια της ανακάλυψης καινούργιων πραγμάτων, το πάθος για δημιουργία κλπ.). Τι γίνεται με την κοιμισμένη και χωρίς ιδιαίτερα πάθη, χλιαρή και φαινομενικά χαλαρή ζωή, που είτε ξυπνά από εφιάλτες με άγχος και αλαφιασμένα, είτε βυθίζεται κατ εξακολούθηση σε βαθύ ύπνο, με όνειρα εντούτοις ευημερίας, αναγνώρισης, ευμάρειας, κατανάλωσης και ευδαιμονίας;
Μια προοπτική απάντησης συναντούμε στο βιβλίο του Β. Καραποστόλη για το «Θάρρος που Κοιμάται» (εκδ. Πατάκη, Αθήνα: 2015, σ.σ. 33-34) και την καταθέτουμε εδώ:
«Θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι κατά κανόνα τείνουμε να μην επιστρατεύουμε όλη μας τη θέληση και την ενέργεια για τους σκοπούς που επιδιώκουμε. Υποδυόμαστε πως επιθυμούμε διακαώς να πετύχουμε τον στόχο, αλλά το τέντωμα του τόξου μας φαίνεται πολύ κουραστικό.
Προτιμάμε λοιπόν να μην πέσει το βέλος εκεί που δηλώνουμε ότι θα ήταν επιθυμητό, ώστε να μην καταπονηθούμε και πολύ. Σκέψου, η νωθρότητα μας αρέσει περισσότερο και από την επιτυχία. Όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται, είναι γεγονός.
Όμως το να διαπιστώνουμε κάτι δεν σημαίνει ότι εντοπίζουμε και την αιτία του˙ πολύ λιγότερο δε τις συνέπειές του. Αξίζει να τις εντοπίσουμε; Μα αν δεν το κάνουμε, θα βρισκόμαστε κάθε τόσο αλαφιασμένοι μπροστά σε επείγοντα και αδυσώπητα περιστατικά. Για να μην συμβεί αυτό, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα, να ομολογήσουμε ότι συνήθως μεταχειριζόμαστε τις αδυναμίες μας σαν ένα ζεστό κατάλυμα μέσα στο οποίο κρυβόμαστε από το σύμπαν.
Έξω τα κύμβαλα αντηχούν˙ μας καλούν να βγούμε από το κρησφύγετο, να αναμετρηθούμε με όσα φέρνουν οι ώρες και οι μέρες. «Βγέστε… Ζήστε… Αγωνιστείτε… Ή χαθείτε». Μοιάζουν όμως ακραία τέτοια μηνύματα για όποιον έχει συνηθίσει να ζει μ’ έναν τρόπο που δεν απαιτεί να δουλεύουν εντατικά οι αδένες του κι ο ιδρώτας να χύνεται μετρημένα.
Οι περισσότεροι λίγο ως πολύ έτσι βολεύονται. Δεν καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για τίποτα, δεν συγκινούνται σφοδρά, δεν θυμώνουν πολύ, δεν αφήνονται να παρασυρθούν από άρματα ιδεών που καλπάζουν προς το μέλλον. Είναι γι’ αυτούς πολύ πιο δελεαστικό να κάθονται στις κερκίδες και να παρακολουθούν το θέαμα που προσφέρουν οι ηνίοχοι και οι κάθε λογής αθλητές του κόσμου.»