Κακοποίηση γυναικών

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Κοινοποιήστε

Αναγνωρίζοντας & κατανοώντας το φαινόμενο συνεισφέρουμε στην εξάλειψή του

Η κακοποίηση είναι ένα φαινόμενο που αφορά όλο και περισσότερες γυναίκες. Ήδη στην Ελλάδα το 2013 σημειώθηκε ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων κακοποίησης κατά 47% σε σχέση με όλα τα προηγούμενα χρόνια, σύμφωνα με εκτιμήσεις που διαμορφώνονται βάσει στατιστικών στοιχείων που διατηρούν οι γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης. Η Πρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα δικαιώματα των γυναικών σε δελτίο τύπου σχετικά με την αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, λόγω εγκλεισμού, μετά την εμφάνιση της πανδημίας, αναφέρει ότι τα φαινόμενα της ενδοοικογενειακής βίας και των περιστατικών κακοποίησης αυξήθηκαν κατά 1/3 στην Ευρώπη. Στην Αυστραλία αυξήθηκαν κατά 75% οι αναζητήσεις στο διαδίκτυο για εύρεση τρόπων υποστήριξης θυμάτων κακοποίησης. Το φαινόμενο αυτό λοιπόν επηρεάζει σημαντικά τη ζωή πολλών γυναικών (με τη μία στις τρεις να έχει υπάρξει θύμα σωματικής βίας).

Η κακοποίηση είναι η άσκηση βίας εις βάρος ενός ατόμου. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα ασχοληθούμε με την άσκηση βίας κατά των γυναικών.

Μορφές βίας κατά των γυναικών

1. Η φυσική βία είναι η πιο εμφανής ως προς τα αποτελέσματά της. Περιλαμβάνει μώλωπες, σημάδια στο σώμα και στο πρόσωπο ή ακόμα πιο σοβαρούς τραυματισμούς, για τους οποίους κάποιες φορές το άτομο μπορεί να χρειαστεί νοσηλεία. Ένα είδος φυσικής βίας είναι η σεξουαλική κακοποίηση, όταν δηλαδή η γυναίκα εξαναγκάζεται σε σεξουαλική πράξη.

2. Η λεκτική βία που περιλαμβάνει προσβολές και χαρακτηρισμούς υβριστικού περιεχομένου.

3. Η ψυχολογική είναι η πιο συγκαλυμμένη μορφή βίας. Είναι ιδιαίτερα επώδυνη και έχει σημαντική επιρροή στη γυναίκα. Κατά την άσκηση ψυχολογικής βίας, δημιουργείται ένα κλίμα φόβου και περιορισμού που παραλύει τη βούληση του θύματος και το καθιστά ανίκανο να αντιδράσει. Πώς νιώθει μια γυναίκα που κακοποιείται ψυχολογικά, αλλά όχι σωματικά; Ζει μέσα σε ένα κλίμα φόβου που δημιουργείται από τις συνεχείς απειλές (λόγου χάρη ότι ο σύζυγός της θα την αφήσει και εκείνη δε θα έχει πώς να ζήσει, ότι θα της πάρει τα παιδιά κλπ.). Η γυναίκα που υφίσταται ψυχολογική βία ακούει διαρκώς πράγματα που της μειώνουν την αυτοπεποίθηση και την κάνουν αδύναμη (π.χ. ότι δεν είναι ικανή να καταφέρει ακόμα και τα πιο απλά πράγματα, ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα μόνη της, ότι οι άλλοι δεν την υπολογίζουν, δεν την εκτιμούν κλπ.). Η εικόνα που έχει η γυναίκα-όπως και το κάθε άτομο για τον εαυτό του- εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς την βλέπουν τα άτομα που είναι σημαντικά για εκείνην. Έτσι, όταν η γυναίκα εισπράττει διαρκώς από τον σύντροφό της, μέσα από τη στάση και τη συμπεριφορά του, την απαξίωση και την απόρριψη, σταδιακά οικοδομεί μια ανάλογη εικόνα για τον εαυτό της, δηλαδή πιστεύει ότι δεν μπορεί να πατήσει στα πόδια της και να βασιστεί στον εαυτό της. Περιορίζεται λοιπόν σ’ αυτήν την συνθήκη ζωής νομίζοντας ότι δεν έχει τη δύναμη να αντιδράσει κι εδώ είναι η ουσία της ψυχολογικής βίας: μέσα στον διαρκή φόβο και την ταπείνωση, το θύμα φτάνει να πιστεύει ότι όντως είναι ανήμπορο να αντιδράσει.

Να σημειώσουμε πως συχνά οι διάφορες μορφές βίας συνυπάρχουν.

Ψυχικές συνέπειες κακοποίησης (ενδεικτικά)

Οι γυναίκες που δέχονται ψυχολογική βία αντιδρούν σε αυτήν, συνήθως με έμμεσους τρόπους, ψυχολογικά, συναισθηματικά και σωματικά. Δεν είναι λίγες οι φορές που η γυναίκα εγκαταλείπει τον εαυτό της. Σκέφτεται δηλαδή: “Αφού ο σύντροφός μου με απορρίπτει ούτως ή άλλως, ας σταματήσω κι εγώ να φροντίζω τον εαυτό μου”. Άλλες πάλι φορές στρέφεται στα παιδιά και γίνεται υπερπροστατευτική, ζητώντας από εκείνα κάποια επιβεβαίωση της χαμένης της αυτοεκτίμησης, ή αντίθετα εκτονώνει εκεί την έντασή της.

Επίσης, όταν μια γυναίκα δεν εκφράζει την απογοήτευση, τη θλίψη και τον πόνο της προς τα έξω, συχνά κατευθύνει τα συναισθήματα αυτά προς τα «μέσα», σωματοποιώντας τα αισθήματα δυσφορίας και εκδηλώνοντας ψυχοσωματικές διαταραχές και διατροφικές διαταραχές. Πρόκειται συχνά για προβλήματα με το στομάχι, το γαστρεντερικό σύστημα, για δερματικές παθήσεις κλπ. – προβλήματα για τα οποία ωστόσο δεν διαπιστώνεται κάποιο οργανικό αίτιο. Γενικότερα, η ψυχολογική κατάσταση του ατόμου επιδρά στο σώμα και μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης πολλών ψυχοσωματικής φύσης συμπτωμάτων, οργανικών δυσλειτουργιών και ασθενειών. Παράλληλα, εκδηλώνονται συχνά διαταραχές της διάθεσης και αγχώδεις διαταραχές. Επιπρόσθετα, οι γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση είναι πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση επιλόχειου κατάθλιψης.

Παράγοντες που βοηθούν στην απόφαση φυγής από την κακοποίηση:

1. Το υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο στο οποίο περιλαμβάνονται φίλοι, συγγενείς, σύλλογοι που μπορούν να προσφέρουν οικονομική και ψυχολογική υποστήριξη.

Συχνά, το πρώτο βήμα είναι να επικοινωνήσει η γυναίκα με μια γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης και να αρχίσει να μιλά για ό,τι της συμβαίνει. Επίσης, ενδέχεται κάποιο άτομο από το οικείο περιβάλλον της γυναίκας να αντιληφθεί το πρόβλημα και να πάρει την πρωτοβουλία να το συζητήσει μαζί της, να την παροτρύνει να ζητήσει βοήθεια και να διαχειριστεί τις κακοποιητικές συμπεριφορές που υφίσταται. Πολλές φορές η πρώτη αντίδραση του θύματος είναι αρνητική: δυσκολεύεται να παραδεχτεί όσα της συμβαίνουν και αντιστέκεται στην λήψη αποφάσεων. Τότε το οικείο πρόσωπο συνήθως δυσκολεύεται να διαχειριστεί το ζήτημα και συχνά παραιτείται από την παροχή βοηθείας. Στο σημείο αυτό αξιοσημείωτο είναι να αναφέρουμε ότι η θυματοποιημένη γυναίκα νιώθει ευάλωτη και είναι ίσως αναμενόμενο να διατηρεί μια αμυντική στάση και να αποφεύγει να ανακοινώσει στο κοινωνικό περιβάλλον της τα περιστατικά κακοποίησης, να τα αποδεχτεί και να τα συζητήσει. Είναι βοηθητικό, ωστόσο, το θύμα να γνωρίζει ότι έχει το σταθερό ενδιαφέρον και την υποστήριξη κάποιου κοντινού ανθρώπου που θα είναι δίπλα της όταν νιώσει έτοιμη να συζητήσει ή να δράσει ενάντια στην κακοποίηση. Η ύπαρξη υποστηρικτικού κοινωνικού περιβάλλοντος όχι μόνον βοηθά, αλλά διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στην αντιμετώπιση επεισοδίων κακοποίησης, αλλά κυρίως στην πρόληψή της.

2. Συμβουλευτική υποστήριξη από επαγγελματίες και ειδικούς σε θέματα κακοποίησης.

Στις σημερινές συνθήκες της εξατομίκευσης της καθημερινής ζωής, οι παραπάνω μορφές ψυχολογικής στήριξης από εξειδικευμένους ψυχολόγους καθίστανται όλο και πιο συχνές, καθώς επίσης αναγκαίες, έτσι ώστε να οδηγηθεί το θύμα σε μια διαδικασία σταδιακής αποθυματοποίησης, δηλαδή απεμπλοκής του από τις σχέσεις εξάρτησης (οικονομικής, ψυχολογικής, κοινωνικής κλπ.), που το έχουν οδηγήσει να αποδέχεται την κακοποίηση του σχεδόν σαν κάτι «μοιραίο» και αναπόφευκτο.

3. Η εύρεση εργασίας και εξωοικιακών δραστηριοτήτων.

Όπως έχει φανεί, στα πλαίσια της ψυχολογικής και συμβουλευτικής υποστήριξης γυναικών, που έχουν υποστεί κακοποίηση στο παρελθόν ή υφίστανται συγχρονικά με την ψυχολογική υποστήριξη, η κοινωνική εξωστρέφεια βοηθά τις γυναίκες που κακοποιούνται να βρουν διεξόδους, υποστηρικτικό κοινωνικό περιβάλλον και να αισθανθούν πιο δυνατές. Για τον λόγο αυτό, μια συχνή τάση των θυτών είναι η κοινωνική απομόνωση της γυναίκας, ο περιορισμός της στο σπίτι και η δραστηριοποίησή της αποκλειστικά σε τομείς που συνδέονται με τον σύντροφο, την οικογένεια ή τα παιδιά.

Παράγοντες που εμποδίζουν την απόφαση φυγής:

1. Φόβος.

Η γυναίκα φοβάται την αντίδραση του συζύγου την στιγμή της φυγής της, τα ενδεχόμενα αντίποινα που μπορεί να υπάρξουν καθώς επίσης για το αν η ίδια και τα παιδιά της θα είναι ασφαλείς.

2. Κοινωνική πίεση.

Συχνά οι γυναίκες δέχονται πίεση από το κοινωνικό τους περιβάλλον για να διατηρούν τον ρόλο της καλής συζύγου υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και να διαφυλάσσουν πάση θυσία τη συνοχή της οικογένειας. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ψυχολογικής βίας, οι γυναίκες μπορεί να μη βρίσκουν κατανόηση από τους άλλους, οι οποίοι υποτιμούν τη σοβαρότητα του προβλήματος (στο μέτρο ιδίως που η κακοποιημένη γυναίκα δεν δέχεται άμεση σωματική βία).

3. Οι συνθήκες οικονομικής κρίσης.

Η γυναίκα νιώθει ανασφάλεια για το αν θα καταφέρει να βρει εργασία ή, αν εργάζεται ήδη, για το αν θα μπορεί να συνεχίσει να συντηρεί τον εαυτό της και τα παιδιά της στις νέες συνθήκες διαβίωσης. Βέβαια, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η κακοποίηση είναι ένα ζήτημα που αφορά όλες τις κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Κάποτε μάλιστα τα θύματα είναι σχετικά ευκατάστατες γυναίκες που κινδυνεύουν όμως να χάσουν τον άνετο τρόπο ζωής τους.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο της κακοποίησης στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και να μπορέσουμε να το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, μακριά από τις ιδεολογικές και στερεότυπες προεκτάσεις του, θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στη διαλεκτική θύτη – θύματος. Οι δυο αυτοί ρόλοι βρίσκονται σε απόλυτη αλληλεπίδραση και δεν μπορεί να υπάρξει ο ένας χωρίς τον άλλο. Το άτομο με συστηματική και επαναλαμβανόμενη κακοποιητική συμπεριφορά υπάρχει ως τέτοιο επειδή κάποιο άλλο πρόσωπο του το επέτρεψε, κάποιο άλλο πρόσωπο προσέφερε τον εαυτό του σε ρόλο κακοποιούμενου. Όπως έχει δείξει η μέχρι σήμερα κλινική εμπειρία μας με κακοποιημένα άτομα (συζύγους, συντρόφους κλπ.), αν το θύμα αποχωρήσει από αυτή τη νοσηρή κατάσταση, (ήδη, θα σημειώναμε, από τις πρώτες ενδείξεις σθεναρής, συστηματικής και συνεπούς αντίδρασης), ο θύτης συνήθως αρχίζει να υποχωρεί, να «ζητά συγγνώμη», να υπόσχεται ότι θα «αλλάξει» ότι «κατάλαβε τα λάθη του». Στο μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων η αιφνίδια αλλαγή συμπεριφοράς από την πλευρά του θύτη συνιστά χειριστική συμπεριφορά για να επανέλθει η σχέση στην προτέρα κατάσταση. Οι παλινδρομήσεις από την πλευρά των θυμάτων συνήθως οδηγούν σε ακόμα πιο έντονα φαινόμενα κακοποίησης σε δεύτερο χρόνο.

Γιατί όμως το άτομο δεν αντιδρά και μένει εγκλωβισμένο στο δίπολο «θύτης – θύμα»; Αν υποθέσουμε ότι ο θύτης δεν αντιδρά είτε γιατί αντλεί μια νοσηρή ικανοποίηση από τη διαδικασία της κακοποίησης, είτε γιατί χρησιμοποιεί την κακοποιητική σχέση με το θύμα ως πεδίο εκτόνωσης των δικών του άλυτων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, το θύμα γιατί δεν αντιδρά; Έχει μεγάλη σημασία θεωρώ να αναλύσουμε την ψυχική διαδικασία κατά την οποία επελαύνει η θυματοποίηση:

Ψυχική διαδικασία της θυματοποίησης

1. Στο πρώτο στάδιο το άτομο ενοχοποιείται: Ποιος ευθύνεται για την αιτία εκνευρισμού ή θυμού του ατόμου που βιαιοπράγησε; Το άτομο αισθάνεται ένοχο, ότι εκείνο με την συμπεριφορά του οδήγησε τον άλλο να φερθεί βίαια ή κακοποιητικά. Ο ενοχοποιημένος είναι παράλληλα και φοβισμένος. Οι ενοχές του συνοδεύονται από τον φόβο της τιμωρίας και παράλληλα της ευθύνης αναφορικά με την κατάσταση που ζει. Το θύμα αισθάνεται εν όλω ή εν μέρει υπαίτιο και υπεύθυνο για όσα υφίσταται.

2. Στο δεύτερο στάδιο η ενοχοποίηση οδηγεί σε παθητικοποίηση. Όταν κάποιος νιώθει ένοχος, αδυνατεί να αντιδράσει, διότι θεωρεί τον εαυτό του κομμάτι του προβλήματος. Ο θυμός ως συναίσθημα όταν φιλτράρεται από τις ενοχές παγώνει και εσωτερικεύεται στρέφεται προς τα μέσα, προς τον εαυτό ή προς τρίτα πρόσωπα (π.χ. τα παιδιά που συχνά αποτελούν πεδίο εκτόνωσης μιας έντασης που δημιουργήθηκε ανάμεσα στο ζευγάρι).

3. Στο τρίτο στάδιο επέρχεται η αδρανοποίηση: Τα άτομα δεν μπορούν να πάρουν πρωτοβουλίες αισθάνονται αδύναμα και ανήμπορα να λάβουν αποφάσεις. Σε αυτό το στάδιο κυριαρχούν τα συναισθήματα του άγχους και του φόβου. Η αδρανοποίηση επέρχεται ως απάντηση και μηχανισμός άμυνας απέναντι σε αυτά τα συναισθήματα.

4. Στο τέταρτο στάδιο επιτυγχάνεται ο έξωθεν έλεγχος της συμπεριφοράς: Το θύμα της κακοποίησης ακολουθεί ντιρεκτίβες που πιστεύει ότι θα το βγάλουν σύντομα από τη δύσκολη κατάσταση, καθώς επίσης, ενδίδει και υποκύπτει στην πίεση που του ασκεί το άτομο που το εξουσιάζει. Συχνά, αποκτά και εξάρτηση από τον άνθρωπο που το κακοποιεί. Το κακοποιημένο άτομο χάνει μέσα σε αυτήν την σχέση την αυτοκυριαρχία του, γίνεται ετεροκαθοδηγούμενο, νιώθει αδύναμο και ο εξωτερικός κόσμος μοιάζει απειλητικός σε τέτοιο βαθμό που το θύμα αδυνατεί να σπάσει την κακοποιητική σχέση πραγματοποιώντας ένα άνοιγμα προς την κοινωνία. (Να βρει εργασία, να μιλήσει, να βρει φίλους κλπ.) Νιώθει εγκλωβισμένο (και συχνά εξαρτημένο) από την κακοποιητική σχέση.

5. Στο πέμπτο και τελευταίο στάδιο το άτομο παραιτείται από οποιαδήποτε αντίσταση ή αλλαγή των συνθηκών ζωής του, αφού τείνει να τις θεωρεί εξ ορισμού μάταιες, άνευ νοήματος και επικίνδυνες, αφού ενδεχομένως θα φέρουν κλιμάκωση των επεισοδίων βίας.

Κλείνοντας, θα σημειώναμε πως το πρόσωπο που έχει υποστεί ή υφίσταται κακοποίηση οιονδήποτε τύπου οφείλει να αντιπαρατεθεί με σθένος στην προσπάθεια θυματοποίησής του. Οφείλει να βοηθήσει τον εαυτό του, γιατί κανείς δεν μπορεί να το κάνει καλύτερα από το ίδιο. Παράλληλα, οφείλει να προσθέσει το λιθαράκι του στην καταπολέμηση της βίας και της κακοποίησης με το προσωπικό του παράδειγμα θάρρους και σθένους.

Το άρθρο βασίζεται σε εισήγηση που πραγματοποιήθηκε στο Εργατικό Κέντρο Ελευσίνας, για την ημέρα «Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών», που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του Συλλόγου Εθελοντών του Θριασίου Πεδίου, το Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021.

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Η Ευγενία Σαρηγιαννίδη εργάζεται ως Ψυχολόγος και είναι Επιστημονική Διευθύντρια του Δικτύου Psy-Counsellors. Η μεταπτυχιακή της εξειδίκευση είναι στην «Ψυχολογία και το Διαδίκτυο». Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων σε θέματα ψυχολογίας, κοινωνίας και πολιτισμού. Πάνω στα ίδια αντικείμενα έχει πραγματοποιήσει πολλές παρεμβάσεις στην συμβατική και διαδικτυακή τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.