Το επάγγελμα του ναυτικού αποτελεί ένα από τα πιο παραδοσιακά ελληνικά επαγγέλματα. Σε κάθε σημείο του ελλαδικού χώρου που βρέχεται από θάλασσα οι κάτοικοι έχουν να μας διηγηθούν ιστορίες με ναυτικούς που «μπάρκαραν στα καράβια νιόπαντροι και όταν επέστρεφαν έβρισκαν το παιδί τους δυο ετών» ή που «γύρναγαν από το ταξίδι τους και δεν αναγνώριζαν τα παιδιά τους τόσο που είχαν αλλάξει» ή που «θαλασσοπνίγονταν γιοι και πατεράδες και δεν επέστρεφαν ποτέ από το στερνό τους ταξίδι».
Οι ιστορίες αυτές αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας και του ιδιωτικού βίου των Ελλήνων μέχρι την μεταπολίτευση και περιγράφουν τις συνθήκες καθημερινής διαβίωσης, την ηθική της εργασίας, αλλά και τους τρόπους επιβίωσης ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού που νοηματοδοτούσε τη θάλασσα και τις προοπτικές που παρείχε ως ευκαιρία (συχνά μοναδική) να «θρέψει την οικογένειά του», να «κάνει προκοπή», να «αυγατίσει το βιός του» και να «προικίσει τα παιδιά του».
Οι αντίξοες συνθήκες εργασίας και η επικινδυνότητα του ναυτικού επαγγέλματος ήταν το τίμημα που πλήρωνε αφενός ο «θαλασσινός», αφετέρου η οικογένειά του.
Ειδικότερα η οικογένεια μάθαινε να ζει με την μακρόχρονη έλλειψη της φυσικής παρουσίας της πατρικής φιγούρας. Τα παιδιά γνώριζαν τον πατέρα περισσότερο μέσα από τις φωτογραφίες στο κάδρο και από τις αφηγήσεις και το λόγο της μητέρας (αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού και συγγενικού περιβάλλοντος), παρά από τη δια ζώσης αλληλεπίδραση και επικοινωνία μαζί του.
Στις συνθήκες αυτές ο πατέρας έχανε ολόκληρα κομμάτια της εξέλιξης και της ανάπτυξης των παιδιών, ενώ η σύζυγος καλείτο να παίξει ταυτόχρονα δυο ρόλους. Συγχρόνως, τα μεγάλα χρονικά διαστήματα φυσικής απόστασης ανάμεσα στο ζευγάρι οδηγούσαν σε συναισθήματα αφόρητης μοναξιάς και από τις δυο πλευρές.
Η νησιωτική παράδοση λοιπόν είναι γεμάτη από διηγήσεις που εξιστορούν τις αντιξοότητες των «ναυτικών οικογενειών», οι οποίες βρίσκονται καταχωνιασμένες στο εθνικό συλλογικό ασυνείδητο δημιουργώντας συχνά φόβο και αποστροφή για ένα επάγγελμα που έθρεψε γενιές και γενιές Ελλήνων, έχτισε οικογένειες και γαλούχησε άξια παιδιά.
Διευκρινιστικές παρατηρήσεις όσον αφορά την απουσία του πατέρα για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το σπίτι λόγω της ναυτικής επαγγελματικής ιδιότητας
Καταρχάς, όπως έχουμε επισημάνει και σε προηγούμενο άρθρο οι συνθήκες εργασίας έχουν σε πολλά καλυτερεύσει. Η χρονική διάρκεια των ταξιδιών και η ανάλογη απουσία του γονέα – ναυτικού έχει περιοριστεί συγκριτικά με παλαιότερα.
Επιπρόσθετα, η επικοινωνία των μελών της οικογένειας έχει διευκολυνθεί με τη διαμεσολάβηση της τεχνολογίας, αφού ο ναυτικός έχει τη δυνατότητα να δει και να μιλήσει με τα μέλη της οικογένειάς του.
Ανεξάρτητα όμως από τις διαρκώς βελτιούμενες συνθήκες εργασίας, η απουσία του πατέρα από την καθημερινότητα της οικογένειας δεν συνεπάγεται απαραίτητα και εμφάνιση ενδοοικογενειακών ή ψυχολογικών προβλημάτων.
Ο πατέρας που «δεν λείπει γιατί μας εγκατέλειψε», αλλά «γιατί δουλεύει και νοιάζεται για εμάς» συνιστά ισχυρό γονεϊκό πρότυπο.
Ειδικότερα, στις σημερινές κοινωνιοοικονομικές συνθήκες, όπου η ανεργία και η οικονομική ανέχεια απειλεί την ελληνική οικογένεια, ο σκληρά εργαζόμενος γονέας φορτίζεται αξιακά, επενδύεται συναισθηματικά και «μυθοποιείται» στη σκέψη του παιδιού.
Με άλλους όρους, θα λέγαμε ότι η ενεργός απουσία είναι περισσότερο ευεργετική για τη γνωστική, συναισθηματική και ηθική ανάπτυξη ενός παιδιού σε σύγκριση με την παθητική παρουσία μιας ασθενούς πατρικής φιγούρας, η οποία, μην μπορώντας να ανταποκριθεί στις πιεστικές προσδοκίες της οικογένειας είτε αδιαφορεί, είτε όντας παρών δεν μετέχει στην καθημερινότητα της οικογένειας και των προβλημάτων της, είτε την εγκαταλείπει για μια ζωή λιγότερο δυσβάσταχτη και ευθυνόφοβη.
Κλείνοντας, αξιοσημείωτο είναι να αναφερθεί ότι απαιτείται λόγω της ιδιαιτερότητας της ναυτικής οικογένειας, η στήριξη και η πλαισίωσης της από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, ώστε να απορροφώνται οι αρνητικές συνέπειες της απουσίας του πατέρα, καθώς επίσης η ευέλικτη προσαρμογή από την πλευρά της μητέρας, ώστε οι εναλλαγές των περιόδων που «ο πατέρας ταξιδεύει» και εκείνων που «ο πατέρας μένει μαζί μας» να μην διαρρηγνύουν τις ισορροπίες της καθημερινότητας των παιδιών.