Η μοναξιά των ιδιωτών, ιδίως όταν για κάποιο λόγο είτε περιθωριοποιούνται σε σχέση με την αγορά εργασίας, είτε απομονώνονται από το άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον, είναι το τίμημα μιας δυτικής ουτοπίας περί μιας δήθεν ορθολογικής και δήθεν ειρηνικής, παγκοσμιοποιημένης, αλλά και εξατομικευμένης κοινωνίας.
Μιας κοινωνίας χωρίς ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς των ατόμων με τους άλλους, αλλά και με τους κοινούς τόπους ζωής που συναισθηματικά και πολιτικά αποκαλούνται ως σήμερα «πατρίδες». Μιας αντικοινωνικής επί της ουσίας κοινωνίας, χωρίς αξιόπιστους καταγωγικούς ή ιστορικούς μύθους που να κινητοποιούν τους ανθρώπους έστω φαντασιακά, χωρίς διαχρονικές και διαγενεακές συνέχειες και πολιτικά συγκροτημένες συλλογικές συνειδήσεις του συνανήκειν σε κάποια κοινότητα, χωρίς ιστορικά πάθη, προκαταλήψεις και συναισθήματα συμπάθειας ή αντιπάθειας, εχθρότητας ή φιλίας με άλλες άλλοτε όμοιες, άλλοτε διαφορετικές κοινότητες ανθρώπων.
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις του δυτικού κόσμου συνήθως βιώνονται από τους περισσότερους σημερινούς δυτικούς πολίτες ως «πρόοδος», ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν ενδείξεις μιας μάλλον καταστροφικής, πολιτισμικής, κοινωνιοψυχολογικής και πολιτικής οπισθοδρόμησης των κοινωνιών και των ατόμων σε καταστάσεις ηθικής και διανοητικής αφασίας, ίσως ακόμα χειρότερες από εκείνες που περιέγραφε ο Ένγκελς προ 170 ετών (βλ. το άρθρο με τίτλο Μοναξιά: Ο εαυτός χωρίς τους Άλλους ).
Εντούτοις, οι παραπάνω εξελίξεις στο πεδίο των συλλογικών νοοτροπιών, στάσεων και συμπεριφορών των ανθρώπων απέναντι στον εαυτό τους και στους άλλους, όταν τεθούν με όρους αναζήτησης της ευτυχίας ή έστω κάποιας ατομικής ικανοποίησης από την καθημερινή ζωή, μοιάζουν να κοστίζουν πανάκριβα.
Πράγματι, πολλοί μοναχικοί και δυστυχισμένοι πολίτες όλων των ηλικιών και κατηγοριών θα πρέπει να μάθουν με τον καιρό, αλλά και με τη βοήθεια των ειδικών (ψυχιάτρων, ψυχολόγων, ψυχαναλυτών κλπ.)(1), να επιβιώνουν σε ένα περιβάλλον συχνά ανασφαλές και ανισόρροπο, με τα άγχη, τις αγωνίες, τα πολυάριθμα ψυχοσωματικά και καταθλιπτικά συμπτώματα, τα αισθήματα κενού και αβίωτου καθημερινού χρόνου και εκείνα του αδιεξόδου ή της απουσίας νοήματος της ίδιας της ζωής τους.
Το παραπάνω κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό, πολιτισμικό κλπ. κλίμα συντελεί στην δημιουργία μιας υπαρξιακής και ψυχολογικής συνθήκης απορίας και απόγνωσης, που βιώνεται ως τέτοια από όλο και περισσότερα άτομα. Θα λέγαμε ότι η απόγνωση συνοδευόμενη από οδυνηρά συναισθήματα, μοιάζει πολύ με μια κρίση πανικού όταν δεν υπάρχει τίποτα το σίγουρο και το ασφαλές γύρω από το άτομο, ούτε ως πλησίον ή ως όμοιο ούτε ως απέναντι ή ως διαφορετικό.
Επίσης, προσιδιάζει σε μια κατάσταση έλλειψης πόρων, δηλαδή απουσίας μέσων και τρόπων μετάβασης από μια κατάσταση «απορίας» προς μια διέξοδο, με άλλα λόγια, δυσκολία ή αδυναμία περάσματος από μια απέλπιδα και αδιέξοδη κατάσταση προς έναν καλύτερο μελλοντικό ορίζοντα.
Ένα πλοίο λόγου χάρη θα έμπαινε σε μια τέτοια κρίση πανικού λίγο πριν ο ασύρματός του αρχίσει να εκπέμπει στους άδειους ορίζοντες S.O.S., όταν δηλαδή η τεράστια θαλάσσια έκταση εντός της οποίας κινείται, φαίνεται έτοιμη να απορροφήσει μέσα της τον μικρό, κλειστό, περιορισμένο χώρο του πλοίου: το πλήρωμα αισθάνεται ότι εντός ολίγου πνίγεται. Νιώθει, καταλαβαίνει ότι το σκάφος του είναι έτοιμο να βυθιστεί, να αναποδογυρίσει και κατόπιν να βουλιάξει. Να γίνει άλλο ένα ναυάγιο μέσα σε κάτι αβυσσαλέα ευρύ. Υπάρχει κάτι το τεράστιο και οικουμενικό που το ρουφάει.
Τι λέει αυτή η απόγνωση και σε ποιόν;
Θα λέγαμε ακριβώς τίποτα και σε κανέναν. Μόλις καταστραφούν οι επιμέρους ταυτότητες, μόλις δηλαδή το κανονιστικό, περιορισμένο συλλογικό πλαίσιο ζωής εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από ένα ομογενές οικουμενικό που υπάρχει a priori γύρω του, το άτομο, ως πλοίο χαμένο σε μια θάλασσα χωρίς όρια, χωρίς σύνορα, χωρίς νησίδες – σημεία αναφοράς, κινδυνεύει, ίσως και «χωρίς λόγο», να ναυαγήσει.
Το εξατομικευμένο και παγκοσμιοποιημένο άτομο είναι το πρώτο θύμα ενός τέτοιου ναυαγίου. Αντί να βιώνει θριαμβευτικά τον ατομισμό της εποχής, πνίγεται, υποφέρει. Η εξαφάνιση του πολιτικού στο πεδίο ενός κοινού ιστορικού χώρου σημαδεύει τη διαγραφή του ατόμου ως κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η πηγή της απόγνωσης όλων των κατά φαντασίαν οικουμενικών πολιτών. Σε μια απουσία συντεταγμένων εντός των οποίων το άτομο παλαιότερα μπορούσε να αποκτήσει κάποια συλλογική ταυτότητα μέσα από την οποία τοπο-θετείτο μέσα στο περιβάλλον και αποκτούσε σημεία αναφοράς για την οργάνωση της ζωής του.
Σε τι οδηγεί η απουσία αυτή σήμερα;
Σε μια «οικουμενικότητα» όπου το ίδιο το άτομο καταλήγει να αποτελεί τον τόπο και τον ορισμό του εαυτού του. Συνεπώς, η απόγνωση, ακόμα και αν περιστασιακά συνδέεται με μια φαινομενική αντιπαλότητα, δεν απορρέει άμεσα τουλάχιστον από κάποια εχθρική προδιάθεση του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνον οι «τρικυμίες της ζωής» που από μονές τους γεννούν τα ψυχολογικά προβλήματα και τα αισθήματα απόγνωσης, αλλά η νοηματοδότηση και διαχείριση τους από την πλευρά του κάθε ατόμου.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από την λογοτεχνία. Ο Γιώργος Θεοτοκάς στο διήγημα του «Το Δαιμόνιο» (1942, εκδ. Αετός, σ.σ.146-151) περιγράφει μια ιδιόρρυθμη οικογένεια ιδιοφυών, χαρισματικών ατόμων της Άνδρου, με ενδιαφέροντα επιστημονικά και καλλιτεχνικά, που ζουν κοινωνικά απομονωμένοι, καλλιεργώντας διαμέσου της ενασχόλησης με την τέχνη, το πνεύμα και την επιστήμη, μια εν δυνάμει οικουμενική και κοσμοπολίτικη συνείδηση.
Ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, μετά από αποτυχίες και δυσκολίες στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή, γίνεται ασυρματιστής και μπαρκάρει σε καράβι. «Το νησί είναι μικρό. Η Ελλάδα είναι μικρή. Η θάλασσα ευτυχώς είναι μεγάλη… Δεν μπορώ πια να υποφέρω τον τόπο μου, το σπίτι μου, τους ανθρώπους μου… Δεν τους αγαπώ, δεν αγαπώ κανέναν», γράφει σε μια επιστολή που αποστέλλει σε έναν φίλο.
Το τέλος αυτού του μοναχικού και ακοινώνητου ανθρώπου είναι χαρακτηριστικό της απόγνωσης και της απώλειας του εαυτού στην χαοτική απεραντοσύνη ενός κόσμου ά-τοπου. Παραθέτουμε το απόσπασμα αυτούσιο:
«Ο Ρωμύλος Χριστοφής ήτανε ασυρματιστής και δεν είτανε καθόλου δημοτικός στο βαπόρι. Είταν ιδιότροπος, βλοσυρός και καβγατζής. Τις ώρες που δεν είχε βάρδια γυρνούσε μοναχός του στο κατάστρωμα και ξεχνιότανε κοιτάζοντας τη θάλασσα. Τις περισσότερες φορές, αν κανείς του μιλούσε, δεν έδινε απάντηση. Με κανέναν από το πλήρωμα δεν είχε την παραμικρή σχέση εξόν από τις απαραίτητες σχέσεις υπηρεσίας. […] Είτανε σαν αγρίμι γεμάτο κακία και ανησυχία.[…] τον έπιανε ρίγος και τον περιέχυνε κρύος ιδρώτας. Όταν ξεκίνησαν από τη Σιγκαπούρη, κλειδώθηκε στην καμπίνα του, που είτανε συνεχόμενη με το σταθμό του ασυρμάτου και δεν κατέβηκε στο φαΐ. Κανείς δεν τον ξαναείδε το βράδυ εκείνο ούτε και σκοτίστηκε κανείς γι’ αυτόν. Τη χαραυγή, ο Καπετάν Νικήτας (ο καπετάνιος του πλοίου που επέβαινε ο ασυρματιστής), ξαφνιάστηκε πολύ να δει τριγύρω του αληθινή κοσμοσυρροή. Ένα αγγλικό ναυαγοσωστικό ερχότανε από τη Σιγκαπούρη. Ένα νορβηγικό φορτηγό, από τις ολλανδικές Ινδίες. Ένα μεγάλο γαλλικό επιβατικό πλησίαζε από το Αννάμ. Που βρεθήκανε στα καλά καθούμενα τόσα πλοία μαζεμένα; Αυτά ωστόσο βαλθήκανε να του κάνουνε σινιάλα με τις σημαίες και τον τηλεβόα. – Σε τι να σας βοηθήσουμε; ρωτούν όλα μαζί τα ξένα πλοία. Γιατί μας καλέσατε; […] Ο Καπετάν Νικήτας διαμαρτύρεται: Ούτε έπαθε τίποτα, ούτε βοήθεια ζήτησε. – Όλη νύχτα ο ασύρματος σας έδωσε το S.O.S., λέει ο Άγγλος. Όλη νύχτα γεμίσατε τις θάλασσες με το σήμα του κινδύνου.» (Ο Καπετάν Νικήτας ψάχνει τον ασυρματιστή για να καταλάβει τι συμβαίνει, η πόρτα του είναι κλειδωμένη, την σπάνε και τον βρίσκουν νεκρό). «Πραγματικά είχε δώσει όλη τη νύχτα το στίγμα του και το S.O.S. κ’ είχε πεθάνει από φυσικό θάνατο. […]Οι ναύτες είπανε «Τρελάθηκε και πέθανε». Εξάλλου όσοι ξέρουν τη ζωή των μεγάλων θαλασσών λένε πως δεν είναι παράξενο πράμα να τρελαθεί ένας ασυρματιστής.» Ο συγγραφέας σχολιάζει: «Τον φαντάζομαι τη νύχτα εκείνη, να ταξιδεύει στα ανοιχτά των ασιατικών θαλασσών, εγκαταλελειμμένος, χαμένος, χωρίς κανένα προορισμό, καμμία ελπίδα και καμμία πίστη, γεμάτος από την ακατανόητη και παράλογη δύναμη που τον ξέσκιζε ακατάπαυστα και που δεν τον άφησε να χαρεί, σε όλη τη ζωή του, ούτε μια μέρα ευτυχίας ή γαλήνης. Τον φαντάζομαι που ξαφνικά νιώθει τον θάνατο να πλησιάζει. Ο θάνατος είναι η λύτρωση, είναι το τέλος της αναίτιας και άσκοπης και απαίσιας αυτής αγωνίας. Μα η κακοποιά δύναμη τον κοροϊδεύει ακόμα, παίζει ως την ύστατη στιγμή, τον τεντώνει σαρκαστικά για μια τελευταία φορά εναντίον της μοίρας του. Κι ο ναυαγός όλη νύχτα κάτι ελπίζει και καλεί βοήθεια στο κενό: S.O.S., S.O.S.»…..
(1) Το ερώτημα εδώ είναι βεβαίως αν και κατά πόσον αυτοί οι ειδικοί που καλούνται να βοηθήσουν τους, σε πανικό από την μοναξιά, ανθρώπους, διαθέτουν όχι μόνο τις απαραίτητες ευαισθησίες, αλλά και το γνωστικό, φιλοσοφικο-πολιτικό υπόβαθρο για να ανταποκριθούν επαρκώς σε τέτοια, συνήθως άρρητα, κοινωνικά αιτήματα που προϋποθέτουν κοινωνιογνωσία και αυτογνωσία ταυτόχρονα. Αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα στο οποίο οφείλουν οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας να αφιερώσουν ένα σημαντικό τμήμα των δράσεων και των αναστοχασμών τους.