Οι συναισθηματικές διαταραχές είναι ένα είδος διαταραχών που απαντάται σε όλες τις ηλικίες. Ανακαλύφθηκε πρώτη φορά από την ψυχιατρική η εφαρμογή τους σε παιδιά (ειδικά την κατάθλιψη στα βρέφη) γύρω στα 1945. Πρώτος την περιέγραψε ο R. Spitz, παρακολουθώντας από τη γέννησή τους 123 παιδιά ενός βρεφοκομείου, παραρτήματος ενός αναμορφωτηρίου για παραπτωματικές νέες γυναίκες. Ο Spitz περιέγραψε την κατάθλιψη σε βρέφη και παιδιά ως αποδιοργάνωση, η οποία αναφέρεται στη στήριξη της πρώτης ανάπτυξης του βρέφους στη μητρική σχέση. Πιο συγκεκριμένα, παρατήρησε ότι ξεκινούσε μετά απ’ τον αποχωρισμό των παιδιών από τις μητέρες τους σε ηλικία 6 έως 8 μηνών (μέχρι τότε οι μητέρες είχαν την αποκλειστική φροντίδα, μετά τους 8 μήνες αναλάμβανε το ίδρυμα). Μπροστά στην αδυναμία υποκατάστασης της μητρικής σχέσης μέσα στο ίδρυμα, μόνο η επιστροφή της μητέρας μπορούσε να ανακόψει τη ροή της κατάθλιψης, με την προϋπόθεση η αποκατάσταση της σχέσης να λάμβανε χώρα εντός προθεσμίας τριών μηνών (1).
Επιχειρώντας να ορίσουμε τις συναισθηματικές διαταραχές ως αρχικά μια γενική διαγνωστική κατηγορία ταξινόμησης θα επισημαίναμε ότι οι συναισθηματικές διαταραχές αφορούν καταστάσεις που «χαρακτηρίζονται από συναισθήματα που δεν έχουν λόγο να υπάρχουν (δηλαδή δεν πρόκειται για αντιδράσεις που αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα και που φεύγουν μαζί με το ερέθισμα), έχουν διάρκεια και εκδηλώνονται με έναν συνδυασμό συμπτωμάτων που συνήθως συνεμφανίζονται και περιλαμβάνουν το αίσθημα της θλίψης, της μοναξιάς, της ανησυχίας και της νευρικότητας». Πολύ συχνά οι συναισθηματικές διαταραχές (ιδιαίτερα όταν αυτές παρατηρούνται σε παιδιά) παρουσιάζουν μια συγκαλυμμένη μορφή, αφού συνυπάρχουν και συνεκδηλώνονται με άλλες διαταραχές (2). Στην περίπτωση αυτή, η ύπαρξη συναισθηματικών διαταραχών μπορεί να μην είναι προφανής και να απαιτείται διαφορική διάγνωση για τη διάκρισή τους. Όπως έχει δείξει η κλινική εμπειρία πολλές φορές οι συναισθηματικές διαταραχές συγκαλύπτονται από άλλες διαταραχές (κυρίως στα παιδιά), αλλά ακόμα συχνότερα συγκαλύπτουν άλλες διαταραχές (κυρίως στους ενήλικες).
Ως προς την γενική τους περιγραφή οι συναισθηματικές διαταραχές χαρακτηρίζονται από δυσφορική διάθεση, η οποία εκδηλώνεται ως απώλεια ενδιαφέροντος για σχεδόν όλες τις συνηθισμένες δραστηριότητες, καθώς επίσης και ανικανότητα του ατόμου να αντλήσει απόλαυση από τις καθημερινές δραστηριότητες.
Ως προς την συναισθηματική και συμπεριφορική συμπτωματολογία των συναισθηματικών διαταραχών, τα παιδιά που βιώνουν συναισθηματικές διαταραχές μπορεί να εκδηλώνουν κάποιο ή κάποια από τα ακόλουθα συμπτώματα όπως: να μην έχουν όρεξη, να παρουσιάζουν προβλήματα στη λήψη τροφής (π.χ. ανορεξία ή βουλιμία), να κοιμούνται λίγο, να παραπονιούνται για κούραση, να χάνουν βάρος, να έχουν έλλειψη ενδιαφέροντος στις συνηθισμένες ασχολίες, να νιώθουν δυστυχισμένα, να εκφράζουν επιθετικότητα. Επιπρόσθετα, τις συναισθηματικές διαταραχές τις συνοδεύουν συναισθήματα όπως η θλίψη, η απελπισία, το άγχος, η έλλειψη ελπίδας, το συναίσθημα ανημπόριας, η ανία, η απάθεια, η «ανηδονία» (η οποία αφορά την αδυναμία του ατόμου να αισθανθεί ευχαρίστηση). Συγχρόνως, το παιδί κατά την περίοδο που παρουσιάζει κάποια συναισθηματική διαταραχή συχνά είναι ανίκανο να αντλήσει ικανοποίηση από καθημερινές ασχολίες, αισθάνεται ατονία, ενώ η συμπεριφορά του διακρίνεται από κοινωνική απόσυρση, αδράνεια, εκρήξεις οργής, εύκολα ξεσπάσματα, δάκρυα, σωματικά συμπτώματα, μαθησιακές δυσκολίες. Στις διαταραχές διάθεσης τα παιδιά εκδηλώνονται εκφράζοντας επιθυμίες να πεθάνουν. Στο σημείο αυτό όμως αξιοσημείωτο είναι να αναφέρουμε ότι έως τα 9 έτη τα παιδιά οραματίζονται την αυτοκτονία στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων για να τιμωρήσουν τους γονείς, αφού μετά τα 9 έτη συστηματοποιείται η καταθλιπτική αυτοκτονική διάθεση.
Όσον αφορά τα πολύ μικρά παιδιά παρατηρούνται συμπεριφορές συχνά στερεότυπες και επαναλαμβανόμενες οι οποίες λειτουργούν είτε τιμωρητικά, είτε αυτοκατευναστικά. Τέτοιες συμπεριφορές μπορεί να είναι α) το αυτοδάγκωμα, β) το χτύπημα του κεφαλιού, γ) το πιπίλισμα και δ) το λίκνισμα.
Αυτές οι συμπεριφορές και τα ανάλογα συναισθήματα στο σύνολο τους είτε γίνονται εκούσια, είτε γίνονται ακούσια, είτε το παιδί τα συνειδητοποιεί, είτε όχι δεν καταδηλώνουν απαραίτητα την παρουσία κάποιας διαταραχής. Με άλλα λόγια, η απλή εμφάνιση κάποιων από τις ανωτέρω συμπεριφορές δε συνεπάγεται απαραίτητα ύπαρξη διαταραχής συναισθήματος. Άλλωστε, το παιδί συχνά δεν μπορεί να εκφράσει λεκτικά τα συναισθήματά του συνεπώς, καταφεύγει σε περισσότερο άδηλους τρόπους εκδήλωσης, οι οποίοι συχνά προσιδιάζουν σε κάποιο «σύμπτωμα – διαγνωστικό κριτήριο» τρομάζοντας τους γονείς και τους ενήλικες που πλαισιώνουν το παιδί (εκπαιδευτικούς, συγγενείς κλπ.). Όμως είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι οι ανωτέρω περιγραφόμενες συμπεριφορές αποτελούν σε πολλές περιπτώσεις απλή μη λεκτική διατύπωση των παιδικών συναισθημάτων και δεν παραπέμπουν απαραίτητα σε μια διαταραχή ή ψυχοπαθολογία. Επιπλέον, οι προαναφερόμενες συμπεριφορές ποικίλουν ως προς τους συνδυασμούς τους ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. Μελέτες στην ψυχοπαθολογία παιδιών έχουν δείξει ότι όσο μικρότερη είναι η ηλικία του παιδιού τόσο περισσότερο εκδηλώνει τα συναισθήματα του με σωματοποίηση, αντίθετα όσο μεγαλώνουν τα παιδιά και αυξάνουν τα επίπεδα συνειδητότητας τόσο περισσότερο τα συναισθήματα εκφράζονται λεκτικά και σωματοποιούνται σπανιότερα.
(1) Κρέσλερ, Λ. (2001) Η Σύγχρονη Ψυχοσωματική του Βρέφους και του Παιδιού. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη
(2) Wenar, C., Kerig, P. (2008) Εξελικτική Ψυχοπαθολογία. Αθήνα: Gutenberg